Η δημιουργία εθνικής διάθεσης που να συνδέεται με μια εθνική ποδοσφαιρική ομάδα είναι κάτι το σύνηθες.
Όταν η Γαλλία κέρδισε το παγκόσμιο κύπελλο του 1998, η εθνική ποικιλία στη σύνθεσή της είχε χαιρετιστεί ως «μεγάλο κεφάλαιο», προσφέροντας την ελπίδα πως μια χώρα διαιρεμένη από φυλετικές και θρησκευτικές διαφοροποιήσεις, μπορεί να βρει έναν τρόπο να ενώσει όλες τις πλευρές με απώτερο σκοπό το καλό όλων. Όπως είχε πει τότε ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Lionel Jospin, «Ποιο καλύτερο παράδειγμα για την ενότητα και τη ποικιλία που διακρίνει τη χώρα μας, από αυτήν την μεγαλειώδη ομάδα;».
Το ουτοπικό αυτό όραμα όμως , δεν είχε διάρκεια. Μέχρι να γίνει το επόμενο παγκόσμιο κύπελλο, ο ακροδεξιός Jean-Marie Le Pen είχε ξεπεράσει τον Jospin, κατακτώντας τη δεύτερη θέση στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη χώρα. Όσο για φέτος, η εθνική ομάδα των Γάλλων ήταν γεμάτη από υποβόσκουσες φυλετικές και θρησκευτικές διαμάχες, οι οποίες και πυροδότησαν έναν εθνικό διάλογο σε σχέση με τον φυλετικό διαχωρισμό και τη «νοοτροπία του γκέτο».
Ως μεταφορά, ο αθλητισμός ίσως να μην είναι η πιο κατάλληλη μέθοδος.
Ο εθνικισμός που παράγει μπορεί να γίνει βίαιος, ωμός και λίαν ευάλωτος στη χειραγώγηση. Αμέσως μετά τη κατάκτηση του αφρικανικού Κυπέλλου των Εθνών από την Αίγυπτο το 2006, η κυβέρνηση αύξησε τις τιμές των τροφίμων. «Ήταν η μόνη φορά που μπορούσαν να περάσουν κάτι τέτοιο και το πέτυχαν…» γράφει ο Steve Bloomfield στο βιβλίο του Africa United. Όταν ο πρόεδρος του Καμερούν Paul Biya «έκλεψε» την εκλογική νίκη το 1992, προκηρύχθηκε γενική απεργία μια μέρα πριν από τον προκριματικό αγώνα του Καμερούν εναντίον της Ζιμπάμπουε. Ο Biya ανακοίνωσε πως αν κερδίσει η χώρα του, η επόμενη μέρα θα ανακηρυχτεί εθνική γιορτή. Η απεργία ματαιώθηκε πάραυτα.
Ο συμβολικός ρόλος του ποδοσφαίρου είναι τεράστιος. Στη διάρκεια μιας πολιτικά ευαίσθητης περιόδου για την Ακτή του Ελεφαντοστού, το εθνικό αστέρι της αφρικανικής χώρας Didier Drogba επέμενε πως ένα τουλάχιστον προκριματικό παιχνίδι θα πρέπει να παιχτεί στο βορρά όπου υπήρχε μεγάλη περιφερειακή αποξένωση, και πολλοί συμφώνησαν πως είχε απόλυτο δίκιο.
Στην Αγγλία, πολλοί μη λευκοί άρχισαν να αγαπούν και να αγκαλιάζουν το ποδόσφαιρο με τρόπο που ήταν άγνωστος και σπάνιος για τη προηγούμενη γενιά τους.
Περιέργως, στο κράτος όπου ο πατριωτισμός είναι πιο έντονος από οπουδήποτε αλλού, στις ΗΠΑ, αυτές οι συζητήσεις κάθε άλλο παρά δυνατές είναι. Και αυτό όχι διότι δεν υπάρχει εθνικισμός, κάθε άλλο, αλλά επειδή το ποδόσφαιρο παραμένει περιθωριακό ως άθλημα. Πολλοί στην Ευρώπη το θεωρούν ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του αμερικανικού απομονωτισμού και της εμπορευματοποίησης των πάντων. Όπως ισχυρίζονται οι Αμερικανοί διαφημιστές, τα μόνο δύο ημίχρονα και τα ελάχιστα γκολ, δεν τους αφήνουν πολλά περιθώρια να πουλήσουν κάτι. Υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτό, αλλά υπάρχει και σνομπισμός.
Η Αμερική διαθέτει μια δυναμική αθλητική κουλτούρα με το baseball και το (αμερικανικό) football, καθώς και μια αρκετά μεγάλη αγορά ώστε να τη συντηρεί. Όμως αυτό που προκαλεί εντύπωση αυτές τις τελευταίες εβδομάδες δεν είναι η αμφίρροπη στάση της Αμερικής απέναντι στο ποδόσφαιρο γενικά, αλλά η συγκεκριμένη αντιμετώπισή του από τη Δεξιά. Ο Glenn Beck κατηγόρησε το άθλημα, ισχυριζόμενος πως οι πολιτικές του Ομπάμα είναι όπως το Μουντιάλ της πολιτικής σκέψης: «Δεν μας αρέσει το ποδόσφαιρο. Δεν μας αρέσει το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Δεν θέλουμε να έχουμε καμία σχέση… το μισώ πολύ, ίσως επειδή ο υπόλοιπος κόσμος το αγαπά, και μαλώνει για αυτό, και συνεχώς προσπαθεί να μας το επιβάλλει με το ζόρι».
Ο G. Gordon Liddy ρώτησε: «Τι απέγινε επιτέλους η αμερικανική εξαιρετικότητα;»
Και στη συνέχεια προχώρησε στη λανθασμένη ανάλυση πως το ποδόσφαιρο «…ξεκίνησε με τους Ινδιάνους της Νοτίου Αμερικής, οι οποίοι αντί για μπάλα χρησιμοποιούσαν το κεφάλι κάποιου εχθρού τους…».
Για πολλοστή φορά, οι δεξιοί Αμερικανοί βρίσκονται στη λάθος πλευρά της ιστορίας. Σύμφωνα όμως με τη FIFA, περισσότερα εισιτήρια για το φετινό Μουντιάλ έχουν πουληθεί στις ΗΠΑ παρά οπουδήποτε αλλού πλην της Νοτίου Αφρικής. Οι δε τηλεοπτικές αναμεταδόσεις σημείωσαν ρεκόρ τηλεθέασης. Επιπλέον, σε αντίθεση με την αγγλική ομάδα στην οποία βασίζεται μια εύθραυστη εθνική ταυτότητα, η αμερικανική ομάδα τα πήγε πολύ καλά, τερματίζοντας στη κορυφή του ομίλου της και προχωρώντας στον επόμενο γύρο, πριν αποκλειστεί από τη Γκάνα στη παράταση του αγώνα.
Συνοψίζοντας αυτά τα αισθήματα με μεγάλη «χάρη», η εφημερίδα New York Post του Rupert Murdoch, χαρακτήρισε τη διάθεση της αμερικανικής δεξιάς απέναντι στο άθλημα με την πρωτοσέλιδη επικεφαλίδα: This Sport Is Stupid Anyway.
S.A. (The Nation