Ο Χρυσοθήρας (The Gold Rush) του Τσάρλι Τσάπλιν
14 Φεβρουαρίου (έναρξη: 21.00 – χώρος: Μ1, Κεντρική Αίθουσα)
Η νέα συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης μας μεταφέρει στην Αλάσκα, εν μέσω πυρετού του χρυσού. Τυχοδιώκτες από όλον τον κόσμο συγκεντρώνονται στην περιοχή, μαζί και ο Τσάρλι Τσάπλιν. Μετά από απογοητεύσεις, κινδύνους και στερήσεις, αλλά και αναμετρήσεις με τα πειράγματα των άλλων χρυσοθήρων, το όνειρο του χρυσού, αλλά και του έρωτα γίνεται πραγματικότητα και... εξώφυλλο στις εφημερίδες της εποχής.
Την ιστορία του Χρυσοθήρα (The Gold Rush) του Τσάρλι Τσάπλιν αφηγούνται καρέ καρέ οι νότες στην καθιερωμένη πλέον συναυλία που δίνεται από την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της ενότητας «Μουσική & Κινηματογράφος» (βωβή ταινία- ζωντανή μουσική) τη Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου, στις 21.00, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (Μ1, Κεντρική Αίθουσα). Την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης θα διευθύνει ο Κριστόφ Έσερ.
Η παραγωγή της ταινίας ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 1923 και ολοκληρώθηκε στις 21 Μαΐου 1925. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 26 Ιουνίου 1925, στο Grauman’s Egyptian Theatre, του Χόλυγουντ. Ο Τσάπλιν επέστρεψε στην ταινία το 1942, και έκοψε κάποια σημεία της ταινίας, αφαιρώντας ειδικότερα τις κάρτες τίτλων της εποχής του βωβού κινηματογράφου. Ηχογράφησε μιαν αφήγηση (τη δική του φωνή) και συνέθεσε τη δική του μουσική για την ταινία όπου συμπεριέλαβε κάποια γνωστά κλασικά θέματα.
Η μουσική, την οποία συνέθεσε, αποτελεί ευφυέστατο σχολιασμό των μεμονωμένων σκηνών της φαρσοκωμωδίας. Αγγίζει δραματικά βάθη και ζωντανεύει την ευθυμία ή τη ρομαντική υπερβολή με τη χάρη του χορευτή ενώ ο ενίοτε συμφωνικός του ήχος αποτείνει φόρο τιμής στους Βάγκνερ, Τσαϊκόφσκι και Ρίμσκυ-Κόρσακοφ.
Η νέα διασκευή, με την αφήγηση και τη μουσική του Τσάρλι Τσάπλιν, βγήκε στις 19 Μαΐου. Η έκδοση της ταινίας για προβολές με ζωντανή ορχήστρα αποτελεί αποκατάσταση από τους Kevin Brownlow και David Gill της βωβής έκδοσης του 1925, η οποία περιλαμβάνει τις κάρτες τίτλων. Η κινηματογραφική μουσική του Chaplin του 1942, προσαρμόστηκε και διασκευάστηκε από τον Carl Davis ώστε να ταιριάξει στη μακρύτερη έκδοση της ταινίας, εκείνην του 1925.
Πολλές είναι οι σκηνές του Χρυσοθήρα, που παραμένουν αξέχαστες. Οι δυο πλέον διάσημες είναι το λουκούλλειο γεύμα με τη βραστή μπότα, καθώς και ο χορός της Οσεάνα με μια μοναδική ερμηνεία του Τσάπλιν. Σύγχρονοι σχολιαστές αναφέρουν ότι τα ξέφρενα χειροκροτήματα του κοινού κατά την πρεμιέρα της ταινίας στο Βερολίνο ανάγκασαν τον τεχνικό προβολής να σταματήσει την ταινία, να την ξανατυλίξει και να ξαναπαίξει τη σκηνή.
Ο Τίμοθι Μπροκ, που υπογράφει τη διασκευή για προβολή με ζωντανή ορχήστρα αναφέρει ότι: «η μουσική αυτής της ταινίας περιλαμβάνει όλα όσα αγαπώ περισσότερο στη γραφή του Τσάπλιν. Είναι τόσο εξαιρετικά ελεύθερη και, στα αυτιά μου, είναι από τις βαθύτερες και σκοτεινότερες μουσικές ταινίας του. Λέει επίσης πολλά για το στάδιο στο οποίο βρισκόταν ο Τσάπλιν, ως συνθέτης, το 1942. Είχε γράψει τη μουσική του Μεγάλου Δικτάτορα δύο χρόνια νωρίτερα και δε θα συνέθετε τον κύριο Verdoux πριν περάσουν άλλα πέντε. Το μόνο που μπορεί κανείς να υποθέσει είναι ότι χωρίς την πίεση των προθεσμιών, για ένα συνθέτη μουσικής ταινίας, τόσος χρόνος αποτελεί μια παρότρυνση προς τη λεπτομέρεια και τη φινέτσα. Και αυτή η μουσική δείχνει σαφώς τι είναι ικανός να κάνει ένας συνθέτης όταν του δίνουν το χρόνο που χρειάζεται».
Ο ίδιος συμπληρώνει πως «όπως στις περισσότερες ταινίες του Τσάπλιν, η μουσική υπηρετεί κατά πρωταρχικό λόγο την επιτυχία της εικόνας. Τον Τσάπλιν απασχολούσε η μουσική που δεν ήταν απλά κατάλληλη αλλά που φόρτιζε τη σκηνή με το απαιτούμενο περιεχόμενο. Ναι, στη μουσική του «Χρυσοθήρα» υπάρχει μουσική χιονοθύελλας, μουσική πάλης, μουσική αγάπης, μουσική κέντρου χορού. Όμως, υπάρχει και μουσική γραμμένη για το λόξυγκα, την πείνα, τον ύπνο, το φαγητό, τις παραισθήσεις, το χιονοπόλεμο, την υποψία, την ταπείνωση, την περηφάνια και την αδιαφορία. Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία-κλειδιά τόσο της ταινίας όσο και της μουσικής του. Σε αυτήν τη μουσική για ταινία υπάρχουν τα συνήθη στοιχεία των έργων του Τσάπλιν. Τα σκοτεινά και μελαγχολικά κομμάτια των εγχόρδων, το πολύχρωμο όμποε, και τα σόλο του φαγκότο, η πανταχού παρούσα άρπα και η καθαρή άγρια δύναμη των χάλκινων. Όμως, εδώ, η γραφή έχει περισσότερα στοιχεία μια έκθεσης με ελεύθερη ροή της έκφρασης και της κίνησης, και η διάθεση και ο χαρακτήρας μπορούν να αλλάξουν απροειδοποίητα».
Η σύνοψη της ταινίας - σύμφωνα με τα Chaplin Studios - ξεκινούσε ως εξής: «Ο Μοναχικός Χρυσοθήρας, ένας γενναίος ανθρωπάκος, που αναζητά τη δόξα και το χρήμα μαζί με τους αποφασισμένους άνδρες που διέσχισαν το πέρασμα του Chilkoot Pass με προορισμό το άγνωστο στην ξέφρενη αναζήτηση του χρυσού που κρύβονταν στον ερημότοπο της Αλάσκας. Μοναχικός, με την ψυχή του να οδηγείται από μεγάλες φιλοδοξίες, η άκακη υπομονή του και τα αταίριαστα ρούχα του τον κατέστησαν στόχο των αστείων των συντρόφων του και των ανελέητων δυσκολιών του παγωμένου Βορρά». Και κατέληγε: «Η φήμη της επιτυχίας των δυο συνεταίρων έχει διαδοθεί κι οι ρεπόρτερ παίρνουν το πλοίο για να πετύχουν συνεντεύξεις. Ο Μοναχικός, από τη φύση του καλός, συμφωνεί να φορέσει τα παλιά του ρούχα, για μια φωτογραφία. Σκοντάφτοντας στη σκάλα του καταστρώματος, πέφτει στην αγκαλιά της Georgia η οποία επιστρέφει στην Αμερική ως επιβάτης τρίτης θέσης. Οι ρεπόρτερ διαισθάνονται μια ιστορία αγάπης και ρωτούν την κοπέλα ποια είναι. Ο μοναχικός ψιθυρίζει στο αυτί της Georgia, η οποία γνέφει ότι συμφωνεί. Χέρι-χέρι, ποζάρουν για τις φωτογραφίες ενώ οι ρεπόρτερ αναφωνούν με ενθουσιασμό: «Τι φανταστικό εξώφυλλο θα γίνει αυτό!»
Ο Christof Escher γεννήθηκε στη Ζυρίχη, σε μουσική οικογένεια με ιταλικές επιρροές. Η αγάπη του για το βιολοντσέλο και το κόρνο τον έφεραν σε επαφή με την ορχήστρα και είχαν ως αποτέλεσμα τη στροφή του προς το ρεπερτόριο της συμφωνικής μουσικής και της όπερας. Σπούδασε στο Konservatorium και στη Musikhochschule της Ζυρίχης με τον Claude Starck και το Werner Speth. Συνέχισε στο Παρίσι με μαθήματα βιολοντσέλου κοντά στον André Navarra στο Conservatoire National Supérieur de Musique de Paris, όπου μυήθηκε στην παράδοση της μεγάλης γαλλικής σχολής εγχόρδων, αποσπώντας Βραβείο Βιολοντσέλου και Βραβείο Μουσικής Δωματίου. Πήρε το Δίπλωμά του στη διεύθυνση οχρήστρας από την τάξη του Pierre Dervaux στην École Normale de Musique de Paris. Έκτοτε έχει διευθύνει σε πολλές χώρες (Αυστρία, Βέλγιο, Τσεχία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία, Πολωνία, Ισπανία, Ελβετία, Ισραήλ, Ιαπωνία, Αργεντινή, Νότια Αφρική) και έχει συνεργαστεί με τους François-René Duchâble, Augustin Dumay, David Geringas, Gidon Kremer, Silvia Marcovici, Jaime Laredo, Mikhail Rudy, Gil Shaham, Grigorij Sokolov, Christian Zacharias και άλλους γνωστούς σολίστες, καθώς και με πολλά νέα ταλέντα. Το επιτυχημένο του ντεμπούτο στην Όπερα της Ζυρίχης τον οδήγησε να διευθύνει πολλές παραστάσεις όπερας σε Γερμανία, Ολλανδία, Πολωνία, Ισπανία, Ελβετία και στο Teatro Colón του Μπουένος Άιρες, όπου έλαβε τη «Διάκριση της Χρονιάς» από την Ένωση Μουσικοκριτικών.
Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει όπερες των Haydn, Mozart, Rossini, Donizetti, Bellini, Verdi, Puccini, Leoncavallo, Bizet, Gounod, Massenet, Ravel, Dvořák, Martinů, Tchaikovsky, Mussorgsky, Weber, Marschner, Wagner, Humberding, R. Strauss, Berg, αλλά και μοντέρνους συνθέτες. Έχει συνεργαστεί με διεθνούς φήμης τραγουδιστές, ανάμεσα στους οποίους οι Αγνή Μπάλτσα, Kathleen Battle, Teresa Berganza, Graziella Sciutti, Theo Adam, Francisco Araiza, Peter Dvorský, Matti Salminen, Neil Shicoff. Για μια δεκαετία ήταν Συνεργαζόμενος Μαέστρος της Ορχήστρας Δωματίου της Ζυρίχης, Γενικός Διευθυντής του Θεάτρου Görlitz και της Neue Lausitzer Philharmonie, καθώς και Μουσικός Διευθυντής του διεθνούς φήμης Netherlands Dance Theater (Jiři Kylián). Έχει προσκληθεί να διευθύνει στα Φεστιβάλ Ζάλτσμπουργκ, Λουκέρνης, Ζυρίχης, Βισμπάντεν, Μπορντώ, Μπράτφορντ κ.α. Έχει διευθύνει τις παγκόσμιες πρεμιέρες από τις όπερες Nathans Tod (George Tabori) και Chacun son singe (Eric Gaudibert), πλήθος χορογραφιών του Jiři Kylián και του Hans van Manen και πολλά συμφωνικά έργα. Συναυλίες του έχουν μεταδοθεί ραδιοφωνικά, ενώ έχει ηχογραφήσει CD για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Ανάμεσα στις ποικίλες του δραστηριότητες συμπεριλαμβάνονται εργαστήρια ορχήστρας, διδασκαλία, μουσική κινηματογράφου, συμφωνικό ρολ και συναυλίες με αφήγηση για παιδιά και γι' όλη την οικογένεια.
Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης είναι ένα από τα δύο σημαντικότερα συμφωνικά σχήματα της Ελλάδας. Το ρεπερτόριό της ξεκινά από την μπαρόκ μουσική και φτάνει έως τις πρωτοποριακές συνθέσεις του 21ου αιώνα. Ιδρύθηκε το 1959 από τον Έλληνα μουσουργό Σόλωνα Μιχαηλίδη και έγινε κρατική το 1966. Πολλοί και σημαντικοί Έλληνες καλλιτέχνες ανέλαβαν τη διευθυντική «σκυτάλη» της. Πρώτος ο ιδρυτής της και στη συνέχεια ο Γεώργιος Θυμής, ο Άλκης Μπαλτάς, ο Κάρολος Τρικολίδης, ο Κοσμάς Γαλιλαίας, ο Κωνσταντίνος Πατσαλίδης, ο Λεωνίδας Καβάκος και ο Μίκης Μιχαηλίδης. Σήμερα ο αριθμός των μελών της ανέρχεται σε περίπου 120 μουσικούς, με διευθυντή τον Αρχιμουσικό Μύρωνα Μιχαηλίδη.
Πέρα από τις τακτικές συμφωνικές της συναυλίες, πραγματοποιεί τακτικά παραστάσεις όπερας, μπαλέτου, συνοδείας βωβού κινηματογράφου, αλλά και εκπαιδευτικές συναυλίες για παιδιά, νέους και όλη την οικογένεια. Ένας από τους βασικούς στόχους της Κ.Ο.Θ. είναι η προβολή της ελληνικής μουσικής παρακαταθήκης με την παρουσίαση πολλών Α’ εκτελέσεων, τόσο πανελληνίως όσο και παγκοσμίως. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η προώθηση νέων καλλιτεχνών, πολλοί από τους οποίους είναι σήμερα καταξιωμένοι στην ελληνική και διεθνή μουσική σκηνή. Ηχογραφεί με διεθνούς κύρους δισκογραφικές εταιρείες, όπως η ‘BIS’ και η ‘NAXOS’ και στις πρόσφατες παραγωγές της εντάσσεται η ηχογράφηση των Κοντσέρτων Αρ. 3 και 4 του Beethoven, με σολίστ τον Aldo Ciccolini (‘ΕΜΙ Classics’).
Έχουν συμπράξει με την ΚΟΘ οι P. Domingo, J. Carreras, L. Pavarotti, S. Accardo, J. Anderson, V. Ashkenazy, P. Badura-Skoda, L. Berman, P. Fournier, B. L. Gelber, N. Gutman, J. Horenstein, A. Khatchaturian, L. Kogan, E. Kurtz, N. Magalov, M. Maisky, Ch. Mandeal, S. Mintz, W. Nelson, I. Pogorelich, R. Ricci, M. Rostropovich, G. Shaham, Y. Simonov, V. Spivakov, V. Tretjakov, Οδ. Δημητριάδης, Λ. Καβάκος, Κ. Κατσαρής, Θ. Κερκέζος, K. Πασχάλης, Δ. Σγούρος, M. Τιρίμος κ.α. Η ΚΟΘ πραγματοποιεί τις συναυλίες της στο ΜΜΘ, εμφανίζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, περιοδεύει ανά την Ελλάδα και συμπράττει σε φεστιβάλ τόσο της χώρας όσο και του εξωτερικού (Φεστιβάλ Αθηνών-Ηρώδειο, «Δημήτρια», Φεστιβάλ Φιλίππων, Διεθνές Φεστιβάλ «Κύπρια»-Κύπρος, International Festival «Zino Francescatti»-Μασσαλία, Φεστιβάλ Ecléctic-Βαλένθια κ.α.).
Το Φεβρουάριο του 2007 η παραγωγή της Κ.Ο.Θ. Impressions for saxophone and orchestra με σολίστ το Θεόδωρο Κερκέζο, απέσπασε το Βραβείο Ποιοτικής Δισκογραφίας «Supersonic» του μουσικού περιοδικού ‘Pizzicato’ και προτάθηκε από τη ‘NAXOS’ για δύο υποψηφιότητες «Βραβείων Grammy». Τον Ιούνιο του 2008 κυκλοφόρησε στη διεθνή αγορά το νέο CD της Ορχήστρας με έργα του Ν. Σκαλκώτα σε συνεργασία με τη δισκογραφική εταιρεία ‘BIS Records’, το οποίο περιλαμβάνει και Α’ παγκόσμιες ηχογραφήσεις. Επίσης, τον Απρίλιο του 2009 κυκλοφόρησε το τρίτο CD της Ορχήστρας με έργα του Ildebrando Pizzetti από την εταιρεία ‘NAXOS’, το οποίο αποτελεί παγκόσμια Α’ ηχογράφηση έργων του Ιταλού συνθέτη. Το CD, με έργα εμπνευσμένα από την ελληνική θεματολογία, απέσπασε την Τιμητική Διάκριση σε δισκογραφική εργασία ελληνικού ενδιαφέροντος που απένειμε το Δεκέμβριο του 2009 η «Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών».
Το Δεκέμβριο του 2007 η ΚΟΘ πραγματοποίησε μια συναυλία στην Αίθουσα Συναυλιών της Απαγορευμένης Πόλης του Πεκίνου, αφιερωμένη στο Ν. Καζαντζάκη, στο πλαίσιο του Πολιτιστικού Έτους της Ελλάδας στην Κίνα, ενώ τoν Απρίλιο του 2009 εμφανίστηκε στην αίθουσα Smetana Hall της τσεχικής πρωτεύουσας, συμπράττοντας με τη Φιλαρμονική Χορωδία της Πράγας και ερμηνεύοντας τη Messa da Requiem του G. Verdi. Το Νοέμβριο του 2009 εμφανίστηκε στην Ιταλία, στο Teatro Manzoni της Πιστόια
και στο Teatro Verdi της Φλωρεντίας, ενώ τον Οκτώβριο του 2010 εμφανίστηκε στο Konzerthaus του Βερολίνου.
Εισιτήρια προπωλούνται αποκλειστικά από τα ταμεία του ΟΜΜΘ και τα εκδοτήρια του ΟΜΜΘ στην πλατεία Αριστοτέλους αντί 40, 30, 20, και 15 ευρώ ενώ τα μαθητικά-φοιτητικά στοιχίζουν 10 ευρώ.
ΓΝΩΜΗ επικοινωνία