Η πετυχημένη πολιτική των προσεγμένων επιλογών λίγων έμπειρων και πολλών νεαρών ταλαντούχων παικτών συνεχίσθηκε και η ΑΕΛ όχι μόνο δεν κινδύνευσε, αλλά άρχισε σιγά – σιγά να χτίζει ένα λαμπρό μέλλον, πετυχαίνοντας συχνά αποτελέσματα που «φώναζαν» πως κάτι σπουδαίο γίνεται στον κάμπο, με λογική συνέπεια το ενδιαφέρον που εκδήλωναν οι μεγάλοι σύλλογοι της χώρας για τα ταλέντα της.
Ωστόσο, στο πλαίσιο της ίδιας πολιτικής που διατηρήθηκε από όλες τις διοικήσεις τη δεκαετία του ‘80, έγινε σωστή και συνετή διαχείριση του έμψυχου υλικού, το οποίο προοδευτικά φρόντισαν να καλλιεργήσουν προπονητές όπως ο Μίλαν Ρίμπαρ, ο Πολυχρονίου κι αργότερα ο Αντώνης Γεωργιάδης. Ακόμη κι αν επιλεκτικά αποχωρούσαν κάποιοι παίκτες από το Αλκαζάρ, ήταν βέβαιο ότι υπήρχε ο αντικαταστάτης τους.
Έτσι, ενώ η ομάδα άλλαξε σε πολύ μεγάλο βαθμό από την αρχή μέχρι το τέλος της δεκαετίας, στην συνείδηση του κόσμου έχει παραμείνει ως μια και ενιαία εποχή. Ήταν η εποχή της ΑΕΛ ή καλύτερα της ΠΑΕ ΑΕΛ, αφού το καλοκαίρι του ’79 αποφασίσθηκε το ελληνικό ποδόσφαιρο να οργανωθεί πάνω σε επαγγελματική βάση.
Ο αείμνηστος Αντώνης Καντώνιας, προβάλλοντας το κύρος και την ισχύ του ομίλου «Βιοκαρπέτ», ήταν αυτός που κατάφερε να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της ΠΑΕ, με όπλα την υποδειγματική οργάνωση και την χάραξη σαφέστατης στρατηγικής που στόχο είχε να φτάσει την ΑΕΛ ψηλά.
Λόγοι υγείας δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει από την προεδρία της προσωρινής επιτροπής στην προεδρία και της πρώτης διοίκησης, την οποία ανέλαβε ο Σίμος Παλαιοχωρλίδης. Όμως, είχε ήδη προλάβει να φυτέψει τους σπόρους, που λίγα χρόνια αργότερα επρόκειτο να αποδώσουν καρπούς.
Θρήνος για τους Δημήτρηδες
Δυστυχώς, η απόδειξη της ισχύος του αγωνιστικού και οργανωτικού έργου που είχε επιτευχθεί στην ΑΕΛ, ήρθε με τον τραγικότερο τρόπο, στις 6 του Σεπτέμβρη, όταν οι αγαπημένοι Δημήτρηδες ολόκληρης της Λάρισας, ο Κουκουλίτσιος και ο Μουσιάρης, έπεσαν θύματα τροχαίου δυστυχήματος επιστρέφοντας από προπόνηση της Εθνικής Ελπίδων.
Κι όμως, ακόμη κανείς δεν τους έχει ξεχάσει, ίσως γιατί φρόντισε γι’ αυτό ο τρίτος της τότε παρέας, ο Γιάννης Βαλαώρας, ο οποίος αφού επιβίωσε του δυστυχήματος και ξεπέρασε το σοκ, βάλθηκε ν’ αγωνίζεται και για τους τρεις, όντας ένα από τα σημαντικότερα στελέχη της μεγάλης ομάδας της δεκαετίας του ‘80 … Ωστόσο, ποτέ δεν έπαψε να πλανάται το ερώτημα: Τι σπουδαιότερο θα μπορούσε άραγε να καταφέρει εκείνη η ΑΕΛ, αν η μεγαλύτερή της ποδοσφαιρική επένδυση, τα δύο αυτά καμάρια της, δεν έσβηναν τόσο πρόωρα στην άσφαλτο;
Το σύνθημα «ζουν – ζουν αυτοί μας οδηγούν» δονούσε από τότε την ατμόσφαιρα του Αλκαζάρ, η τεράστια πινακίδα της κερκίδας των «Ιερολοχιτών» ανυψώθηκε στην Θύρα 10, το πάθος στον κόσμο και τους υπόλοιπους παίκτες περίσσευε κι όλοι μαζί κατάφεραν ακόμη και κόντρα σ’ αυτή η φοβερή απώλεια, τους κακούς οιωνούς και τα χτυπήματα της μοίρας, να κρατήσουν την ομάδα όρθια.
Ο πρώτος τελικός
Το ποτάμι δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω… Με σταθερή διοίκηση, νέα πρόσωπα στο ρόστερ, τον Μαλουμίδη, τον Γκαλίτσιο, τον Γκόλαντα και προοδευτικά τον Βουτυρίτσα με τον Μητσιμπόνα και την έλευση στην τεχνική ηγεσία του Αντώνη Γεωργιάδη, η ΑΕΛ άρχιζε να δείχνει τα… δόντια της στους «μεγάλους» και να γράφει σελίδες δόξας.
Καλύτερη ομάδα της Περιφέρειας τη σεζόν 1980-81 και διεκδίκηση της εξόδου στο ΟΥΕΦΑ την τελευταία αγωνιστική… Συμμετοχή στον τελικό του Κυπέλλου το καλοκαίρι του ’82, για πρώτη φορά στην ιστορία της, και άδικη ήττα 1–0 από τον ΠΑΟ στη Ν.Φιλαδέλφεια. Οι «πράσινοι» πετυχαίνουν τη διεξαγωγή του τελικού πριν την λήξη του πρωταθλήματος και το μπαράζ με τον Ολυμπιακό, έχοντας τη βεβαιότητα ότι θα εξασφάλιζαν εκ προοιμίου έναν τίτλο και τα σφυρίγματα του αείμνηστου Αντώνη Βασσάρα λειτουργούν καταλυτικά για τη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Σε εκείνον τον ιστορικό πρώτο τελικό η ΑΕΛ παρατάχθηκε με την ακόλουθη σύνθεση: Πλίτσης, Παραφέστας, Πατσιαβούρας, Γκαλίτσιος, Αργυρούλης, Δράμαλης (82' Βουτυρίτσας), Μαλουμίδης, Γκόλαντας, Κουτάς (82' Μητσιμπόνας), Ανδρεούδης, Βαλαώρας.
Οι «βυσσινί» δεν πτοήθηκαν… Κράτησαν τον θαυμασμό, την αναγνώριση και το χειροκρότημα του απλού κόσμου, ο οποίος υποκλίθηκε μπροστά τους, όταν την αμέσως επόμενη σεζόν έφτασαν να διεκδικούν ακόμη και τον τίτλο, μετά τη νίκη του β’ γύρου στο Στάδιο Καραϊσκάκη, στο ντέρμπι …κορυφής με τον Ολυμπιακό.
Και η 2η θέση όμως συνιστούσε την απόλυτη καταξίωση των παιδιών του Γιάτσεκ Γκμοχ, ο οποίος αμφισβητήθηκε μεν έντονα για το μέτριο ξεκίνημα της ομάδας στο πρωτάθλημα, αλλά στηρίχθηκε αποφασιστικά από την διοίκηση του Αδάμου Τσιάχα και του Ομίλου, στη δύσκολη περίοδο.
«Μικρό Αμβούργο»
Η παρακαταθήκη που άφησε εκείνη η σεζόν στο έμψυχο υλικό, ήταν ένας αμυντικός ογκόλιθος που άκουγε στο όνομα Γιώργος Μητσιμπόνας, ένας φορ στο πρόσωπο του Μιχάλη Ζιώγα, που ήξερε όσο κανείς άλλος να βρίσκεται την κατάλληλη στιγμή στην κατάλληλη θέση μέσα στην περιοχή και φυσικά έναν προπονητή μέσα στον αγωνιστικό χώρο, που δεν ήταν άλλος από τον Πολωνό διεθνή, Κάζιμιρ Κμιέτσικ.
Η ομάδα της περιόδου ‘82-83 απέδωσε μοντέρνο, γρήγορο και περίτεχνο ποδόσφαιρο και δίκαια κέρδισε την προσωνυμίo "μικρό Αμβούργο". Η πρώτη της έξοδος στην Ευρώπη ήταν η ουσιαστική επιβράβευση και δικαίωση μιας προσπάθειας που κράτησε αρκετά χρόνια, έστω κι αν η ΑΕΛ δεν κατάφερε εν τέλει να ξεπεράσει το εμπόδιο της - ισχυρής τότε – ουγγρικής Χόνβεντ των μεγάλων Μαγυάρων διεθνών.
Ο Βάλτερ Σκότσικ είχε βρει την ομάδα στρωμένη, αλλά λίγο κουρασμένη. Κι αν στο πρωτάθλημα δεν επέδειξε σταθερή πορεία, δεν παρέλειψε να δηλώσει παρούσα σ’ έναν ακόμη τελικό Κυπέλλου. Αντίπαλος στις 6 Ιουνίου του ’84 πάλι ο Παναθηναϊκός, αυτή τη φορά στο ΟΑΚΑ, το οποίο χρησιμοποιούσε εκείνη την εποχή ως έδρα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη μέτρια εμφάνιση της ΑΕΛ, που προφανώς δικαιολογείται από την ένταση της μάχης του προημιτελικού με τον Ηρακλή – που διεξήχθη μόλις 3 ημέρες νωρίτερα! - και την απώλεια του τιμωρημένου Βαλαώρα, έφερε την φυσιολογική ήττα με 2–0, αφήνοντας στους Λαρισαίους μια πικρία, την οποία μετρίαζε η έξοδος στο Κύπελλο Κυπελλούχων, από τη στιγμή που οι «πράσινοι» κατακτούσαν το νταμπλ.
Τρία μέτωπα λοιπόν και πάλι για τους «βυσσινί»; Γιατί όχι… Διέθεταν πλέον μια ώριμη ομάδα και μπορούσαν να αντεπεξέλθουν, όπως δικαίως πίστευε και η διοίκηση Κώστα Σαμαρά και ο Αντρέϊ Στρεϊλάου, που έφερε μαζί του από την Πολωνία κι ένα γνήσιο ποδοσφαιρικό «άτι» ονόματι Κριστόφ Ανταμτσικ.
Η συμμετοχή της ΑΕΛ στο Κύπελλο Κυπελλούχων την περίοδο 1984-1985 ήταν εντυπωσιακή και έβαλε για τα καλά το όνομα της Θεσσαλικής ομάδας στον ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό χάρτη. Οι «βυσσινί» έφτασαν μέχρι τους «8», όπου αποκλείστηκαν σε δύο συγκλονιστικούς προημιτελικούς από τους Σοβιετικούς της Ντιναμό.
Η μοναδική, όμως, διάκριση της ΑΕΛ στο θεσμό του Κυπέλλου Κυπελλούχων εκείνη τη σεζόν έκανε μεγάλη αίσθηση κι έδειξε πως η μεγάλη αυτή ομάδα ήταν ικανή για ακόμα σημαντικότερες επιτυχίες...
Η ομάδα εκείνη, όμως, που για πολλούς απέδωσε το καλύτερο ποδόσφαιρο που παρουσίασε ποτέ η ΑΕΛ, ήταν ασταμάτητη κι αποφασισμένη να κάνει επιτέλους την υπέρβαση και να φτάσει σ’ έναν τίτλο. Τον τίτλο αυτό δεν μπόρεσε να της τον δώσει το πρωτάθλημα, παρότι η επίθεσή της σημείωσε ρεκόρ παραγωγικότητας σε μια σεζόν, της τον έδωσε όμως το Κύπελλο, στον τελικό του οποίου προκρίθηκε για τρίτη και …φαρμακερή φορά.
Το πρώτο Κύπελλο
Ο τελικός με αντίπαλο τον πρωταθλητή τότε ΠΑΟΚ, έχει καταγραφεί ως μια από τις κορυφαίες εμφανίσεις στην ιστορία της ΑΕΛ. Οι «βυσσινί» έπαιξαν ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο και συντρίβοντας με 4-1 τους «Θεσσαλονικείς», έφτασαν στον πρώτο τους τίτλο. Ωστόσο, στον πρόλογο εκείνου του αγώνα ένα κοινό σημείο …ένωνε τους δύο αντιπάλους… ΑΕΛ και ΠΑΟΚ παρατάχθηκαν ενώπιον του διαιτητή Μάκη Γερμανάκου χωρίς δύο βασικά τους στελέχη, τον αριστερό οπισθοφύλακα Νίκο Πατσιαβούρα οι μεν και τον αρχισκόρερ του Χρήστο Δημόπουλο οι δε, αφού αμφότεροι είχαν συμφωνήσει ήδη για την μεταπήδησή τους στον Παναθηναϊκό!
Σε ότι αφορά στο αγωνιστικό μέρος, ενώπιον 30.000 μοιρασμένων φιλάθλων, η ΑΕΛ φάνηκε να έχει το πάνω χέρι από την αρχή, αλλά κυριάρχησε πλήρως από το 19’ όταν αποβλήθηκε με απευθείας κόκκινη ο Βασιλάκος (χτύπησε εκτός φάσης τον Ανταμτσικ) κι έφτασε στο πρώτο γκολ στο 39’ με τον Ζιώγα, έπειτα από επέλαση του Πολωνού στράϊκερ. Μάλιστα, με το …καλημέρα της επανάληψης, ο Κμίετσικ έγραψε με άψογο πλασέ το 2–0 και παρότι ο «δικέφαλος» μείωσε στο 55’ με τον Σκαρτάδο, οι παίκτες του Αντρέι Στρεϊλάου δεν πτοήθηκαν κι έδωσαν τις χαριστικές βολές στο 73’ με τον Ζιώγα και στο 75’ με τον Βαλαώρα, διδάσκοντας μοντέρνο ποδόσφαιρο και δημιουργώντας παράλληλα σωρεία χαμένων ευκαιριών για ένα σκορ – μαμούθ. Οι παίκτες που οδήγησαν την ΑΕΛ στον πρώτο τίτλο της ιστορίας της ήταν οι: Πλίτσης, Παραφέστας, Κολομητρούσης, Γκαλίτσιος, Μητσιμπόνας, Βουτυρίτσας, Ζιώγας, Κμίετσικ, Ανταμτσικ, Ανδρεούδης (87’ Τσιώλης), Βαλαώρας.
Πάνω σε άμαξα και με πομπή εκατοντάδων αυτοκινήτων μπήκε την επομένη στην Λάρισα το τρόπαιο που σήκωσε πρώτος το προηγούμενο βράδυ ο αρχηγός Τάκης Παραφέστας.
Με άλλον αέρα πλέον η ΑΕΛ, ρίχνεται φιλόδοξη στις μάχες που την περίμεναν σε Ελλάδα και Ευρώπη, αλλά δεν τα κατάφερε, παρότι αντιμετώπισε στα ίσα την περίφημη Σαμπντόρια εκείνης της εποχής και για σχεδόν ένα γύρο περιλαμβάνονταν στο γκρουπ των πρωτοπόρων του πρωταθλήματος.
Ίσως να κουράστηκε, ίσως πάλι να της στοίχισε τόσο πολύ η φυγή του μαέστρου της, του αγαπημένου «Κάζιο», για τους Κίκερς Στουτγκάρδης… Ο συμπατριώτης του Γιάνους Κούπτσεβιτς, που τον αντικατέστησε, παρότι προερχόταν από την καλύτερη ενδεκάδα του προ τριετίας Μουντιάλ της Ισπανίας, είχε προβλήματα τραυματισμών και δεν βοήθησε όσο μπορούσε.
Και να μην ξεχνιόμαστε… Εκείνη την περίοδο, στην κατάληξη ενός μεταγραφικού θρίλερ, αποκτήθηκε από τον Τοξότη και ντύθηκε στα βυσσινί, κάνοντας τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, ο μετέπειτα αποκαλούμενος «μάγος», Βασίλης Καραπιάλης.
Η δική του καθιέρωση, μαζί με δύο – τρία ακόμη σημαντικά γεγονότα, χρωμάτισαν την επόμενη χρονιά, την πλέον αδιάφορη αγωνιστικά για την ΑΕΛ εκείνης της δεκαετίας. Η ανάληψη της διοίκησης από τον Στέλιο Καντώνια και η επιστροφή του Γιάτσεκ Γκμοχ αποτέλεσαν τις εγγυήσεις για την μεγάλη αντεπίθεση της νέας περιόδου.
Κανένα χρώμα, όμως, δεν ήταν δυνατότερο από το μαύρο του πένθους, με το οποίο σκέπασε τον λαρισινό ουρανό η εγκληματική ενέργεια οπαδού του ΠΑΟΚ, ο οποίος εκτοξεύοντας φωτοβολίδα προς την θύρα των Λαρισαίων, ξάπλωσε νεκρό στις κερκίδες του Αλκαζάρ τον ανυποψίαστο καθηγητή Χαράλαμπο Μπλιώνα.
Εκείνη την ημέρα, στις 26 Οκτωβρίου του 1986, γράφτηκε μια από τις θλιβερότερες σελίδες στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου κι όσο κι αν τίποτα σπουδαιότερο δεν υπάρχει από την απώλεια μιας ζωής, μπορούμε απερίφραστα να πούμε ότι μόλις έναν χρόνο μετά, το ίδιο ελληνικό ποδόσφαιρο γνώρισε την ενδοξότερη στιγμή του, στέφοντας «βασίλισσά» του την μοναδική ομάδα της Περιφέρειας που κάθισε ποτέ στον θρόνο.
Η «επανάσταση» του ‘88
Και πάλι όμως, ο δρόμος ως εκεί, δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα… Η μη ανανέωση των συμβολαίων Παραφέστα κι Ανδρεούδη το καλοκαίρι και η παραχώρηση του Πλίτση στον Ολυμπιακό τον Δεκέμβριο, δεν ήταν επιλογές που χαιρετίστηκαν με ικανοποίηση από τον κόσμο, αλλά η επιτυχημένη πορεία της ομάδας σε συνδυασμό με την ανατολή του άστρου του Καραπιάλη, περιόρισαν στο ελάχιστο κάθε διάθεση αντιπολίτευσης.
Όταν μάλιστα στις 16 Μαρτίου του ’88 ανακοινώθηκε από τον αθλητικό δικαστή απόφαση αφαίρεσης 4 βαθμών από την ΑΕΛ λόγω της περίφημης υπόθεσης ντόπινγκ του Βούλγαρου επιθετικού με την πολύ μικρή συμμετοχή, Γκιόργκι Τσίγκοφ, η Λάρισα έγινε μια γροθιά και σε χρόνο μηδέν έκοψε την Ελλάδα στα δύο, διεκδικώντας το δίκιο της κι ότι είχε κατακτήσει ως τότε μέσα στα γήπεδα.
Τα οδοφράγματα στην εθνική οδό κράτησαν 5 ολόκληρες μέρες, ώσπου με παρέμβαση της πολιτικής ηγεσίας του αθλητισμού πάρθηκε μια γενναία απόφαση για την αποκατάσταση της τάξης, με την αλλαγή του επίμαχου άρθρου. Από τις 21 Μαρτίου του ’88 οι ομάδες έπαψαν να θεωρούνται συνυπεύθυνες για κάθε πιθανό ντοπάρισμα αθλητή τους.
Η ΑΕΛ όμως, ήταν κατ’ εξοχήν υπεύθυνη για το… ψυχολογικό ντοπάρισμα του κόσμου της, που την βοήθησε στη συνέχεια να ξεπεράσει την αμφισβήτηση και το άγχος και να φτάσει περήφανη στο 87ο λεπτό της προτελευταίας αγωνιστικής, όταν εκείνο το απίστευτο βολ πλανέ του Μητσιμπόνα «ξάπλωνε» στο χόρτο τους παίκτες του Ηρακλή κι εκτόξευε στο διάστημα τον ενθουσιασμό του πλήθους.
Πρωτομαγιά του 1988… Ένας Θεός ξέρει πως χώρεσε τόσος κόσμος εκείνη την ημέρα στο Αλκαζάρ… Λες και ήταν εκεί όλη η Λάρισα, η οποία ξενύχτησε έπειτα για μέρες, γλεντώντας και πανηγυρίζοντας αυτόν τον ανεπανάληπτο άθλο.
Η αντίστροφη μέτρηση
Κάπου εκεί άρχισε και η αντίστροφη μέτρηση… Η ΑΕΛ είχε βγάλει την ανηφόρα, έφτασε στην κορυφή κι έπρεπε ν’ αρχίσει να κατηφορίζει… Ο κύκλος μιας μεγάλης ομάδας είχε κλείσει! Ισως αν η Ξαμάξ δεν γύριζε το ματς του Νοσατέλ και δεν το έστελνε με 2–1 στην παράταση και στην άτυχη για τους «βυσσινί» διαδικασία των πέναλτι, το Κύπελλο Πρωταθλητριών να κρατούσε κι αυτό το όνομα της ΑΕΛ στα κατάστιχά του, εκεί που «βασιλεύει», όμως, έτσι κι αλλιώς το καταπληκτικό γκολ του Καραπιάλη με το οποίο άνοιξε το σκορ του επαναληπτικού της Ελβετίας.
Αυτή ήταν και η τελευταία ευρωπαϊκή παρουσία της ΑΕΛ, που ακόμη πίστευε ότι μπορούσε να μείνει στο προσκήνιο… Το δυστύχημα ήταν εκείνοι που θαμπωμένοι από τον ενθουσιασμό των στιγμών, πίστεψαν ότι η ομάδα μπορούσε ν’ ανέβει ακόμη ψηλότερα και σύντομα απαίτησαν την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.
Από εκεί και πέρα παίκτες έφευγαν κι έρχονταν, διοικήσεις άλλαζαν χωρίς προγραμματισμό κι ανεξάρτητα από τις προθέσεις του καθενός, γεγονός είναι πως η ΑΕΛ έχασε σταδιακά την αξιοπιστία της εντός κι εκτός γηπέδων και μοιραία οδηγήθηκε οκτώ χρόνια μετά, Μάη του ’96, στον υποβιβασμό, τον οποίο είχε γλιτώσει το ’91, χάρη στον καταπληκτικό β’ γύρο που έκανε.
Γενικότερα, παρότι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές όπως ο επίσης αδικοχαμένος Λευτέρης Μήλος, ο Στέφαν Στόικα, ο Πάολο Ντα Σίλβα κι ο Βαγγέλης Τσουκάλης, φόρεσαν τη φανέλα της και προσπάθησαν να της δώσουν την χαμένη της αίγλη, δεν κατάφεραν τίποτα περισσότερο από κάποια αποτελέσματα – αναλαμπές, σε μια προδιαγραφόμενη καθοδική πορεία, που επισφραγίστηκε με την οδυνηρή επιστροφή στη Β’ Εθνική μετά από 18 ολόκληρα χρόνια.