2ο μέρος(ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ) 'ερευνας Πανεπιστημίου Αθηνών για ΒΙΑ - ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΓΝΩΜΗ

ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΓΝΩΜΗ

ΕΔΩ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΓΝΩΜΗ (ΓΝΩΜΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ)

Breaking

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

2ο μέρος(ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ) 'ερευνας Πανεπιστημίου Αθηνών για ΒΙΑ

ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΩ ΌΤΙ ΜΊΑ ΜΑΚΡΟΣΚΕΛΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΥΡΑΣΤΙΚΗ ΓΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ.
ΕΧΩ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΟΜΩΣ ΝΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΩ ΟΛΟΚΛΗΡΗ.
ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟΥΝ ΤΑ ''ΟΥΣΙΩΔΗ'' ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ.
ΟΙ ΦΩΤΟ ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ,ΠΡΟΤΙΜΗΘΗΚΑΝ ΟΜΩΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΚΗΝΕΣ ΒΙΑΣ...
....................................................................................................................................
(ε) Επισκόπηση των παραγόντων που συμβάλλουν σε επεισόδια
Η αρνητική (σχεδόν εχθρική) συμπεριφορά των οπαδών έναντι των-υποστηρικτών της-αντίπαλης ομάδας φάνηκε ξεκάθαρα και στη δική μας έρευνα,όπου οι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι η άποψή τους για τους αντίπαλους οπαδούς-ήταν κατά βάση «κακή» («σχεδόν κακή» έως «πολύ κακή» : 71,2%). Επίσης-αρνητική ήταν η στάση τους απέναντι στα αστυνομικά όργανα (80,0%).
Προκύπτει, λοιπόν, ότι οι παράγοντες που συμβάλλουν στη γέννηση επεισοδίων,
σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, είναι κυρίως η προκλητική συμπεριφορά των-οπαδών της αντίπαλης ομάδας (25,8%), οι «άδικες» (κατά τη γνώμη τους)
αποφάσεις των διαιτητών (14,2%), καθώς επίσης η παρουσία ή / και η προκλητική
στάση των παριστάμενων αστυνομικών οργάνων (13,7%). Ομοίως, με βάση τα
ευρήματα από την υποέρευνά μας της συμμετοχικής παρατήρησης σε κρίσιμους
αγώνες, ένας υψηλός βαθμός «εκρηκτικότητας» στις ποδοσφαιρικές και
καλαθοσφαιρικές συναντήσεις σημειώνεται εφόσον υπάρξει συνδυασμός των-ακόλουθων περιστάσεων: (α) της επικράτησης φανατισμού μεταξύ των-αντίπαλων ομάδων (π.χ. για λόγους αντεκδίκησης, γοήτρου ή όξυνσης του-κλίματος έπειτα από δηλώσεις αθλητικών παραγόντων στον Τύπο), (β) της-βαθμολογικής κρισιμότητας του αγώνα για τη μία ή και για τις δύο ομάδες που-αγωνίζονται, (γ) της ύπαρξης μιας γενικευμένης πεποίθησης («φήμης»), ότι π.χ.-ο αγώνας είναι «πουλημένος» από τον διαιτητή του αγώνα ή / και τους παίκτες,-και (δ) της παρουσίας μιας αφορμής για έκρηξη των παθών, π.χ. λόγω-λανθασμένης απόφασης του διαιτητή.

συνδέσμου τους ή στους φίλους τους. Σημειώνεται εδώ ότι, σύμφωνα με τα
αποτελέσματα της έρευνας του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της
Αθήνας, το 91% των ακραίων οπαδών που ρωτήθηκαν θα άνοιγαν την
τηλεόραση για να παρακολουθήσουν τα βίαια επεισόδια στα οποία είχαν οι ίδιοι
συμμετάσχει και θα ένιωθαν, παρακολουθώντας τα ενλόγω περιστατικά,
ανυπομονησία, ενδιαφέρον, χαρά και αναγνώριση (σελ. 52). Ένα άλλο μεγάλο
ποσοστό (87%) των ερωτηθέντων σ’ αυτήν την έρευνα δήλωσαν ότι θα ένιωθαν
κοινωνικά καταξιωμένοι σε περίπτωση που κάποιο τρίτο πρόσωπο σχολίαζε
αυτά τα περιστατικά (σελ. 52). Ο Τύπος μπορεί, λοιπόν, προβάλλοντας τα
επεισόδια να λειτουργήσει ενισχυτικά σε μελλοντικές πράξεις χουλιγκανισμού
και αυτό το γεγονός θα ήταν χρήσιμο να λαμβάνεται υπόψη από τους
δημοσιογράφους που έχουν την ευθύνη των ειδήσεων.
Ένα μικρότερο μέρος της ευθύνης κατανέμεται στους άλλους επαγγελματίες-που ασχολούνται με τον αθλητισμό : (γ) Οι διαιτητές είναι πιθανό να πάρουν μια
εσφαλμένη ή φαινομενικά εσφαλμένη απόφαση επίτηδες ή κατά λάθος (οι
διαιτητές παραδέχθηκαν στα ερωτηματολόγιά μας ότι σε ένα μεγάλο ποσοστό -
34,1%- η αντικειμενικότητα της απόφασής τους επηρεάζεται «σχετικά» από την
ψυχολογική τους διάθεση κατά τη διάρκεια του αγώνα. (δ) Οι ποδοσφαιριστές
φαίνεται ότι έχουν αποκτήσει κατά τα τελευταία χρόνια την ψυχολογία
«βεντέτας» και είναι πρόθυμοι να αλλάξουν τη «φανέλλα» τους για υψηλότερες
αποδοχές (31,1% από αυτούς παραδέχθηκαν στα ερωτηματολόγιά μας ότι
παίζουν ποδόσφαιρο απλώς «για να κερδίσουν χρήματα»!). Επίσης, όχι σπάνια
αναδεικνύονται κατώτεροι των προσδοκιών που οι οπαδοί έχουν επενδύσει σ’
αυτούς, δημιουργώντας έτσι μιαν εύλογη πικρία (ή ακόμη και οργή) για τη
δυσανάλογη προς τις υπέρογκες αμοιβές τους και το ακριβό εισιτήριο πενιχρή
τους εμφάνιση (καθυστερήσεις, χαλαρότητα και αστοχία στο παιχνίδι). (ε) Τα
αστυνομικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με την τήρηση της τάξης στους
αγωνιστικούς χώρους είναι επίσης, μερικές φορές, υπεύθυνα για την κλιμάκωση
βίαιων επεισοδίων, ιδιαίτερα όταν παρεμβαίνουν είτε λιγότερο ή / και πιο
καθυστερημένα από όσο επιβάλλουν οι περιστάσεις είτε και περισσότερο ή / και

νωρίτερα από όσο χρειάζεται, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην όξυνση
ενός υπολανθάνοντος κλίματος βίας και εκνευρισμού (οι αστυνομικοί δήλωσαν
στα ερωτηματολόγιά μας ότι είναι πιθανό να παρασυρθούν «πολύ συχνά»,
«συχνά» ή «μερικές φορές» - 44,9% - από την ψυχολογική τους διάθεση : φόβος,
εκνευρισμός, οργή κ.λπ.). (στ) Ευθύνη για τα βίαια περιστατικά μπορεί
περαιτέρω να αποδοθεί στην αθλητική και πολιτική ηγεσία για τις παραλείψεις
της τόσο ως προς το να θεσπισθούν τα αναγκαία εκείνα μέτρα, που θα απέτρεπαν
έγκαιρα την άμετρη επαγγελματοποίηση ή και εμπορευματοποίηση του
ποδοσφαίρου, όσο και ως προς το να σχεδιασθεί μια ουσιωδώς προληπτική
πολιτική για την αντιμετώπιση του χουλιγκανισμού (π.χ. με την οργάνωση
εναλλακτικών μορφών ριψοκίνδυνης δραστηριότητας για τους νεαρούς
οπαδούς). (ζ) Τέλος, ευθύνη για τα επεισόδια φέρει και η κοινωνία ως σύνολο,
κυρίως από την άποψη μιας γενικότερης αδιαφορίας και έλλειψης κατανόησης
που επιδεικνύουν τα μέλη της απέναντι στα ολοένα ογκούμενα προβλήματα της
νεολαίας της. Το άγχος της καθημερινότητας και η απουσία μακρόπνοων στόχων
ή αξιών, σε συνδυασμό με την έλλειψη ευκαιριών για ενεργητική συμμετοχή
στην κοινωνική ζωή, είναι προφανές ότι επιτείνουν σημαντικά τα αδιέξοδα των
νέων μας. Η κατάσταση μάλιστα αυτή γίνεται ακόμη χειρότερη για άτομα που
θεωρούνται από την κοινωνία μας ως περιθωριακά ή αποκλίνοντα. Τα άτομα
αυτά, αντί να εισακουσθούν και να τύχουν φροντίδας, αντιμετωπίζονται κατά
κύριο λόγο με κατασταλτικά - αστυνομικά μέτρα ή / και κοινωνική
αποδοκιμασία, πράγμα που τα εξωθεί τελικά να εκπληρώσουν τις αρνητικές
προφητείες γι’ αυτά και να διαιωνίσουν, έτσι, τον φαύλο κύκλο της βίας (πρέπει,
στο σημείο αυτό, να παρατηρήσουμε ότι στην έρευνά μας το 75% των
αστυνομικών και των αθλητικών δημοσιογράφων δήλωσαν ότι είχαν μια «πολύ
κακή γνώμη» για τους χούλιγκανς).
ΙΙΙ. Θεωρίες που επιχειρούν να εξηγήσουν τον χουλιγκανισμό
Στα παραπάνω μέρη της εισήγησής μας έγινε μια προσπάθεια να
επισημάνουμε το πλήθος αλλά και την πολυπλοκότητα των παραγόντων που
επηρεάζουν το φαινόμενο του χουλιγκανισμού. Όπως σημειώθηκε, μια σειρά
ανθρώπων που ασχολούνται επαγγελματικά με τον αθλητισμό φέρουν ένα
μεγάλο μέρος της ευθύνης για την ύπαρξη του προβλήματος (ούτε και η
κοινωνία ως σύνολο μπορεί εδώ να εξαιρεθεί), έτσι ώστε κάθε προσπάθεια που
γίνεται προς επίλυση του προβλήματος και επικεντρώνεται μόνο στους
οργανωμένους συνδέσμους των ακραίων οπαδών δεν μπορεί να έχει άλλο
αποτέλεσμα παρά μόνο τη «μετάθεση» του προβλήματος προς άλλες μορφές,
τόπο ή χρόνο (π.χ. συγκρούσεις σε άλλους χώρους έξω από τα γήπεδα ή σε
αγωνιστικούς χώρους του εξωτερικού ή κατά τη διάρκεια άλλων συναθροίσεων
πλήθους). Επομένως, μια «πολυπαραγοντική» προσέγγιση του προβλήματος
προϋποθέτει, αντίστοιχα, την ολοκληρωμένη ανάλυση όλων των επιμέρους
παραμέτρων του, πράγμα το οποίο δεν έχει γίνει ακόμη. 8στόσο, υπάρχουν
αρκετές θεωρίες που διατυπώθηκαν κατά καιρούς για την εξήγηση του
φαινομένου της επιθετικότητας, και, ειδικότερα, σε σχέση με το φαινόμενο του
χουλιγκανισμού, έτσι ώστε, παρά τη μονομέρεια και το διαφορετικό θεωρητικό
τους υπόβαθρο, να είναι σε θέση, όλες μαζί αυτές οι θεωρίες, να μας εφοδιάσουν
με πολύτιμη πρώτη ύλη για μια ολοκληρωμένη και σφαιρική προσέγγιση του
προβλήματος. Άλλωστε, τα φαινόμενα της ζωής είναι αρκετά περίπλοκα και δεν
μπορούν να εξηγηθούν μόνο από μια θεωρητική σκοπιά. Στη συνέχεια,
ορισμένες από τις θεωρίες αυτές θα εξετασθούν με συγκεκριμένη σειρά, ώστε να
βοηθήσουν από κοινού σε μία ολοκληρωμένη ανάλυση του προβλήματος. Οι
λεπτομέρειες αυτής της ανάλυσης εξαρτώνται, πάντως, και μορφοποιούνται,
όπως αναφέρθηκε ήδη, από τις εκάστοτε, πολιτιστικές, κοινωνικοοικονομικές,
γεωγραφικές και χρονικές ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης.
(α) Ατομικό επίπεδο
Σ’ ένα ατομικό επίπεδο, η συμπεριφορά των ακραίων οπαδών μπορεί να
ερευνηθεί κυρίως από την άποψη της αναπτυξιακής ψυχολογίας, με έμφαση στα
ψυχολογικά χαρακτηριστικά των εφήβων (ιδιαίτερα των αγοριών), που
επιζητούν, ως γνωστόν, την αίσθηση της δυνατής συγκίνησης, της σύγκρουσης,
της αμφισβήτησης απέναντι στις Αρχές και της προσωπικής ανεξαρτησίας. Τα
περισσότερα από τα χαρακτηριστικά αυτά είναι έκδηλα προπάντων στους
εφήβους της εργατικής τάξης, για τους οποίους το πρότυπο της αρρενωπότητας,
σύμφωνα με τις έρευνες του Eric Dunning και ακόμη νωρίτερα, της Σχολής του
Σικάγου, διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο. Άλλες πλευρές που σχετίζονται με
το ατομικό επίπεδο της έρευνας έχουν να κάνουν με τις διάφορες θεωρίες της
επιθετικότητας που διατυπώθηκαν σε ψυχοαναλυτικό και συμπεριφορικό
πλαίσιο. Το κρίσιμο και αμφισβητούμενο σημείο εδώ είναι εάν η επιθετικότητα
είναι εγγενής, σαν ένα είδος ενστίκτου (Freud, Fromm και η εθολογική σχολή
του Konrad Lorenz) ή εάν, αντίθετα, εκμανθάνεται μέσα από την παρατήρηση
και τις προσωπικές εμπειρίες (με κύριο άξονα την επιβράβευση ή την τιμωρία
και την απογοήτευση) (Dolard, Berkowitz, Bandura).
(β) Οικογένεια, σχολείο, εργασία και παρέες
Φαίνεται ότι εξίσου αν όχι και περισσότερο σημαντικές από ό,τι το
ψυχολογικό υπόβαθρο ενός νεαρού ακραίου οπαδού, είναι οι επιδράσεις από το
στενό του περιβάλλον, δηλ από την οικογένεια, το σχολείο και την εργασία,
καθώς επίσης και από τις παρέες. Όπως παρατηρήθηκε στην έρευνά μας, αλλά
επίσης και στη βελγική έρευνα των Van Limbergen και Walgrave, οι ακραίοι
οπαδοί συνήθως προέρχονται από διαλυμένες αν και όχι απαραίτητα φτωχές
οικογένειες και δεν έχουν καλή επικοινωνία με τους γονείς τους, τους καθηγητές
τους ή τους συμμαθητές τους. Ακόμη, στις περιπτώσεις εκείνες που
εγκαταλείπουν το σχολείο -κάτι το οποίο συμβαίνει συχνά- δεν μπορούν εύκολα
να βρουν μια σταθερή δουλειά ή αυτή που βρίσκουν είναι συνήθως ψυχολογικά
καταπιεστική γι΄ αυτούς, χωρίς προοπτικές μέλλοντος. Στρέφονται επομένως σε
περιθωριακές ομάδες ή υποκουλτούρες και, συγκεκριμένα, στους οργανωμένους
συνδέσμους ακραίων οπαδών, όπου ελπίζουν, όπως αναφέρθηκε ήδη, να βρουν
ανακούφιση και μια αίσθηση ότι αξίζουν κάτι, έστω και αν αυτή η αίσθηση
επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από ενέργειες που φανερώνουν αρνητισμό,
πρόκληση και αποκλίνουσα συμπεριφορά. Ίσως, τελικά, προτιμούν μιαν
αρνητική ταυτότητα, από το να μην έχουν καθόλου ταυτότητα. Στις
περισσότερες περιπτώσεις στιγματίζονται ως «σατανάδες» ή ως εγκληματίες και
τούτο μπορεί ασφαλώς να ενεργοποιήσει σε αυτούς ένα μηχανισμό
«αυτοεκπληρούμενης προφητείας». Οι αναφορές των Μέσων Μαζικής
Ενημέρωσης στη συμπεριφορά τους μπορούν να κάνουν την κατάσταση
χειρότερη, δημιουργώντας ένα κλίμα ηθικού πανικού, σύμφωνα με τις
αντίστοιχες θεωρίες των Cohen και Taylor. 1εν είναι ίσως τυχαίο το γεγονός ότι
ο χουλιγκανισμός, ως σύγχρονο φαινόμενο, στη Βρετανία σημείωσε σημαντική
ανάπτυξη στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και αυτό, σύμφωνα με τις απόψεις του
Eric Dunning και της ομάδας του Leicester, σχετίζεται εν πρώτοις με την τότε
εμφάνιση μια ομάδας βίαιης υποκουλτούρας της εργατικής τάξης, των
«skinheads» (= ξυρισμένα κεφάλια), για τους οποίους το ποδόσφαιρο έγινε το
κύριο θέατρο δράσης, και κατά δεύτερο λόγο με ένα σταθερό πλαίσιο
ειδησεογραφίας, ιδιαίτερα από τον σκανδαλοθηρικό τύπο, όπου οι αγώνες και τα
επεισόδια σε συγκεντρώσεις πλήθους περιγράφονταν ολοένα και περισσότερο με
λεξιλόγιο στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Πάντως, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας
του ’80 διαφάνηκε μια μεταστροφή των νεαρών Βρεταννών οπαδών του
ποδοσφαίρου από το στυλ των «skinheads» σε εκείνο των «περιστασιακών»
(casuals). Η μελέτη αυτών των εξελίξεων μέσα από εθνογραφικές έρευνες
υποκουλτούρας είναι προφανώς μια σημαντική συμβολή στην έρευνα αυτού του
θέματος.
(γ) Η ψυχολογία του πλήθους και περιστασιακοί παράγοντες
Σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο, η έρευνα πρέπει να εστιασθεί στην ψυχολογία
του πλήθους και στους περιστασιακούς παράγοντες που σχετίζονται με τους
αθλητικούς χώρους. Το έργο του Γουστάβου Λεμπόν (1895) σχετικά με την
ακαταμάχητη επιρροή του πλήθους στα άτομα (ομοιομορφία συναισθηματικών
αντιδράσεων και διαμόρφωση κοινών απόλυτων στάσεων θετικού και αρνητικού
χαρακτήρα απέναντι σε φίλους και εχθρούς) έχει ακόμη και τώρα, δεκάδες
χρόνια μετά τη δημοσίευσή του, κλασική αξία. Μέσα στο πλαίσια αυτό της
ψυχολογίας του πλήθους, παρατηρείται μια αίσθηση ανωνυμίας, μια τάση
μιμητισμού και μια διάχυση της ευθύνης, η οποία σύμφωνα με τις επισημάνσεις
νεότερων συγγραφέων (Toch, Zimbardo, Bandura), μπορεί να οδηγήσει σε
οχλαγωγία και επεισόδια. 8στόσο, όπως τονίσθηκε από τον Peter Marsh και
άλλους, η επιθετική αυτή τάση (ο Marsh την αποκαλεί «aggro»), εμφανίζει
συνήθως ένα τελετουργικό και μη βλαπτικό χαρακτήρα, αποβλέποντας κυρίως στον
εκφοβισμό των αντίπαλων οπαδών και υπακούοντας σε ορισμένους κανόνες.
Συγκρούσεις επέρχονται μόνο στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αγνοούνται
ή παραβιάζονται από σκληροτράχηλους και άλλους συμπαρασυρόμενους
οπαδούς. Όπως, δε, σημειώθηκε ήδη, και στην έρευνά μας διαπιστώθηκε μια
σαφής διάκριση ανάμεσα σε ακραίους οπαδούς, απλούς οπαδούς και απλούς
υποστηρικτές. Έτσι, η προσέγγιση του Marsh έχει μια καλή δόση αλήθειας και
επίσης συμβάλλει σε μια αποδραματοποίηση των βιαίων επεισοδίων στα γήπεδα.
Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί στο σημείο αυτό, ότι οι περισσότερες τραγωδίες
που έχουν συμβεί σε αθλητικούς χώρους δεν ήταν το αποτέλεσμα χουλιγκανικών
δραστηριοτήτων, τουλάχιστο κατ’ άμεσο τρόπο. Τούτο τονίσθηκε παραπάνω σε
σχέση με την καταστροφή του Χέυζελ, αλλά η παρατήρηση αυτή αφορά και
άλλες δύο καταστροφές που εκτυλίχθηκαν σε αγγλικά ποδοσφαιρικά στάδια: Η
πρώτη στο Bradford City (Μάιος 1985), που προκλήθηκε από πυρκαϊά, και η
δεύτερη στο Hillsborough (Απρίλιος 1989), από συσσώρευση υπεράριθμων
φιλάθλων. Εντούτοις, η σημασία αυτού του σχετικά μικρού ποσοστού
χουλιγκανικών επεισοδίων στους αθλητικούς χώρους δεν πρέπει να υποτιμάται
ούτε και να οδηγήσει σε παραμέληση του προβλήματος. Όπως είναι γνωστό,
συμβαίνουν ακόμη επεισόδια έξω από τους αθλητικούς χώρους, τα οποία
χρήζουν προσεκτικής μελέτης. Επιπλέον, ερώτημα ανακύπτει ως προς το εάν
αυτή η υπολανθάνουσα και τελετουργική επιθετικότητα στις κερκίδες των
ακραίων οπαδών μπορεί να δημιουργήσει ένα αίσθημα φόβου στους άλλους
θεατές (π.χ. στους ανθρώπους που έρχονται στο γήπεδο με την οικογένειά τους)
και, κατά συνέπεια, να μειώσει την προσέλευση θεατών.

(δ) Το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον
Τέλος, σ’ ένα μακροκοινωνικό επίπεδο, έχουν διατυπωθεί επισημάνσεις
αναφορικά με τις κοινωνικές καταβολές και τα πρότυπα των ακραίων οπαδών, το
καινούργιο «στυλ» των ποδοσφαιριστών ως μελών του «star system», τον ρόλο
των Μ.Μ.Ε. στην επαύξηση των βίαιων επεισοδίων και το γενικότερο (αλλά
άρρηκτα συνδεδεμένο με τα προηγούμενα) πρόβλημα της επαγγελματοποίησης
και εμπορευματοποίησης του ποδοσφαίρου. Αυτές οι προσεγγίσεις, τις οποίες
οφείλουμε κυρίως στον Taylor κατά τη δεκαετία του ’70, είναι πολύ σημαντικές,
διότι βοηθούν στο να κατανοήσουμε το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο του
χουλιγκανισμού. Παρ’ όλα αυτά, οι κοινωνίες διαφέρουν πολύ μεταξύ τους από
χώρα σε χώρα και από τη μια χρονική περίοδο στην άλλη, έτσι ώστε θα ήταν
ριψοκίνδυνο να προσδώσουμε στα ευρήματα τέτοιων προσεγγίσεων μεγαλύτερη
βαρύτητα από αυτήν που τους αναλογεί. Συγκεκριμένα, οι κοινωνικές συνθήκες
στις μέρες μας είναι διαφορετικές από εκείνες της δεκαετίας του ’70 και έχουν
εμφανισθεί νέες «γενιές» ακραίων οπαδών, που δεν προέρχονται από την
εργατική τάξη, αλλά μάλλον από τις μεσαίες τάξεις της κοινωνίας.
Επιπροσθέτως, φαίνεται ότι σε κάθε χώρα κυριαρχούν διαφορετικές
κοινωνικές δομές και διαφορετικά πολιτιστικά πρότυπα, έτσι ώστε και αν ακόμη
στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες υπάρχει ένα κοινός πολιτιστικός άξονας,
που διαδίδεται παραπέρα σε όλο τον κόσμο μέσω των Μέσων Mαζικής
Επικοινωνίας, όμως ορισμένες σημαντικές πολιτιστικές διαφορές παραμένουν
ακόμη έντονες σε κάθε επιμέρους χώρα ή ομάδες χωρών. Είναι ενδιαφέρον σ’
αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με τον Bromberger, μπορεί να-παρατηρηθεί μια σαφής διάκριση ανάμεσα σε ομάδες ακραίων οπαδών της-Βόρειας Ευρώπης, τους αποκαλούμενους «crews», και σε άλλους από λατινογενείς-Ευρωπαϊκές χώρες, τους-επονομαζόμενους «ultras». Οι πρώτοι φαίνεται να-βρίσκονται σε ρήξη με τις ισχύουσες μορφές κοινωνικότητας και με τους-κοινωνικούς θεσμούς, ενώ οι τελευταίοι αποτελούν μέρος του κοινωνικού ιστού-και αποδέχονται ή, τουλάχιστον, ανέχονται τις επικρατούσες μορφές
κοινωνικότητας.

Ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν για τις πολιτιστικές και κοινωνικές-διαφορές μεταξύ-χωρών και ενόψει της εμπειρικής έρευνας που πρέπει ακόμη ναγίνει για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του προβλήματος, θα ήταν ίσως άστοχο-να παρουσιάσουμε εδώ μια πιθανή δέσμη μέτρων αντιμετώπισης τουπροβλήματος. Αρκεί απλώς να πούμε, ότι τα μέτρα-αυτά θα πρέπει να έχουν ως-κέντρο βάρους την κοινωνική πρόληψη, και δη κατά τρόπο-ώστε η ένταξη των-ακραίων οπαδών στο κοινωνικό σύνολο να συμβαδίζει με την εφαρμογήγενικότερων μέτρων για την άμβλυνση του προεχόντως εμπορικού χαρακτήρατου ποδοσφαίρου και των άλλων ομαδικών αθλημάτων. Προς αυτή τηνκατεύθυνση θα μπορούσε ίσως να συμβάλει μια αναδιάρθρωση τωνΠοδοσφαιρικών Οργανώσεων, σε συνδυασμό και με μέτρα που προωθούν την-ιδέα του «ευ αγωνίζεσθαι». Ενδεχομένως, το βραβείο του «ευ αγωνίζεσθαι» που-απονέμει η FIFA θα μπορούσε να αποτελέσει ένα προηγούμενο και-ένα-παράδειγμα για το πώς το ιδεώδες του έντιμου αγώνα μπορεί να οδηγήσει στη-σύζευξη του αθλητισμού με τον πολιτισμό.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αστρινάκη, Αντ. / Μ.-Γ. Λίλυς Στυλιανούδη (επιμ.), Χέβυ Μέταλ, Ροκαμπίλι
και Φανατικοί Οπαδοί. Νεανικοί Πολιτισμοί και Υποπολιτισμοί στη 1υτική
Αττική, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1996.
2. Κουράκη Νέστορα και Συνεργατών, Έκθεση για τη Βία στα Ελληνικά Γήπεδα.
Πορίσματα από επτά ειδικότερες έρευνες και γενικά συμπεράσματα, συμβολή
στον Τιμητικό Τόμο που εκδόθηκε από το «Πάντειον» Πανεπιστήμιο στη
μνήμη του Ηλία 1ασκαλάκη, Αθήνα 1991, σελ. 299-443. Τα πορίσματα αυτά
παρουσιάσθηκαν επίσης σε έκδοση με τίτλο «Report on the Incidence of
Violence at Greek Sports Stadiums» προς την 13η Άτυπη 1ιάσκεψη των
Υπουργών Αθλητισμού των χωρών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης
(Αθήνα, 31.5 - 2.6.1988).3. Πανούση Γιάννη, Αντιλήψεις για τη Βία στον Αθλητισμό, Αθήνα - Κομοτηνή:
Α. Ν. Σάκκουλας, 1990.
4. Πρακτικά του Ευρωπαϊκού Συνεδρίου για την Αντιμετώπιση της Βίας στα
Γήπεδα (υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και της Γεν.
Γραμματείας Αθλητισμού), Αθήνα, 17-19 Φεβρουαρίου 1989.
5. Τριβιζά Ευγένιου, Βία στα Γήπεδα: Η αγγλική ασθένεια που τείνει να
κυριαρχήσει σε παγκόσμια κλίμακα, περ. «Οικονομικός Ταχυδρόμος»,
24.10.1985, σελ. 31-33.
6. Τσουραμάνη Χρ., Η συμπεριφορά των hooligans, Αθήνα: Α. Ν. Σάκκουλας,
1988
7. Χλιαουτάκη Ι., Σαραφίδου Ε., Κορδούτη Π., Τεριακίδη Κ., Κατσιγιάννη Ε.,
Γουσγούνη Ν., Λάμπρου Σ., Τζόκα Γ., Σωκρατάκη Φ., (ερευνητική ομάδα ΤΕΙ
Αθηνών, Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας, Τμήμα Κοινωνικής
Εργασίας), Η διαντίδραση της θεαματικοποίησης της βίας, Το τρίπολο:
αγωνιστικός χώρος - κερκίδα - κοινωνία. Η περίπτωση των χούλιγκαν στην
ελληνική κοινωνία, Αθήνα 1996 (δακτυλογραφημένο κείμενο 131 σελίδων).
8. Armstrong, Gary, ‘Like That Desmond Morris ?’, in ; Dick Hobbs / Tim May (eds.),
Interpreting the Field. Accounts of Ethnography, Oxford : Clarendon Press, 1993, 3-
43.
9. Bromberger Chr., Le match de football. Ethnologie d’ une passion partisane a
Marseille, Naples et Turin, Paris : Edition de la Maison des Sciences de l’ Homme,
1995.
10. Chatard, R., La violence des spectateurs dans le football europeen, Paris :
Lavauzelle, 1994.
11. Clarke, Alan, Figuring a Brighter Future, in : Eric Dunning / Chris Rojek (eds.),
Sport and Leisure in the Civilizing Process. Critique and Counter-Critique, London :
Macmillan 1992, 201-220.
12. Comeron, Manuel, Hooliganisme : La delinquance des stades de football, in :
Deviance et Societe, 1997, 97-113.
13. Council of Europe, Standing Committee of the European Convention on Spectator
Violence and Misbehaviour at Sports Events, The Use of Temporary Stands at Sports
Events, Strasbourg, 2.10.1992.14.Deshaies, Jean - Louis, Football, spectacle et violence, Paris : Chiron, 1987.
15.Dunand, Muriel, Violence et panique dans le stade de football de Bruxelles en 1985 :
approche psychosociale des evenements, in : Revue de Droit penal et de Criminologie,
1987, 403-440.
16.Dunning, Eric, Football Hooliganism as a World Social Problem, Chapter 6 in: Eric
Dunning, Sport Matters, London / New York : Routledge, 1997 (υπό δημοσίευση).
17. Dunning, Eric, The social roots of football hooliganism. A reply to the critics of the
‘Leicester School’, in : R. Giulianotti / N. Bonney / M. Hepworth (eds.), London / New
York : Routledge, 1994, 128-157.
18. Dunning, Eric / Murphy, Patrick / Williams, John, Spectator violence at football
matches : towards a sociological explanation, in : The British Journal of Sociology, 37 :
1986, 221-241.
19. Dunning, Eric / Murphy, Patrick / Williams, John, The Roots of Football
Hooliganism. An Historical and Sociological Study, London / New York : Routledge &
Kegan Paul, 1988.
20. Ingham, Roger et al., ‘Football Hooliganism’. The Wider Text. London : Inter -
Action Inprint, 1978, 15-36.
21. Kellens, Georges, Quels supporters pour l’ an 2000 ?, in : Revue de Droit penal et de
Criminologie, 1996, 306-312.
22. Kerr, John, Understanding Soccer Hooliganism, Buckingham / Philadelphia : Open
University Press, 1994.
23. Marsh, Peter, Aggro. The Illusion of Violence, London / Melbourne / Toronto :
J.M. Dent, 1978.
24. Marsh, Peter, Football Hooliganism : Fact or Fiction ?, in : British Journal of Law
and Society, 4 : 1977, 256-259.
25. Marsh, Peter / Rosser, Elizabeth / Harre, Rom, The Rules of Disorder, London /
New York : Routledge (Open University Set Book) 1978 (paperback 1980), 115-134 :
Aggro as Ritualized Aggression.
26. Murphy, Patrick / Williams, John / Dunning, Eric, Football on Trial. Spectator
violence and development in the football world, London / New York : Routledge, 1990.
27. Papaioannou, Athanasios, «I agree with the referee’s abuse, that’s how I also
beat...» : Prediction of sport violence and attitudes towards sport violence, in. European
Yearbook of Sport Psychology, 1 : 1997 (υπό δημοσίευση).28. Popplewell Report : Home Office, Final Report of the Committee of Inquiry into
Crowd Safety and Control at Sports Grounds (Chairman : Mr Justice Popplewell),
London : H.M. Stationery Office, January 1986.
29. Redhead, St., The Passion and the Fashion : Football Fandom in the New Europe,
Newcastle / Avebury, 1993.
30. Roversi, Antonio, The birth of the ‘ultras’ : The rise of football hooliganism in Italy,
in : R. Giulianotti / J. Williams (eds.), Game Without Frontiers. Football, identity and
modernity, Aldershot (England) / Brookfield (USA) : Arena, 1994, 359-381.
31. Taylor, Ian, On the sports violence question : soccer hooliganism revisited, in : J.
Hargreaves (ed.), Sport, culture and ideology, London etc. : Routledge & Kegan Paul,
1982, 152-196.
32. Taylor, Ian, ‘Football mad’ : A Speculative Sociology of Football Hooliganism, in:
Eric Dunning (ed.), The Sociology of Sport. A selection of Readings, London : Frank
Cass, 1971, 352-377.
33. Trivizas, Eugene, Disturbances associated with football matches, British journal of
Criminology, 24 : 1984, 361-383 (βλ. και του ιδίου, αυτόθι, 20 : 1980, 276-288 και 21 :
1981, 342-349.
34. Tsoukala, Anastassia, Sport et violence. L’ evolution de la politique criminelle a l’
egard du hooliganisme en Angleterre et en Italie 1970-1997, Athenes / Bruxelles: A.
Sakkoulas / E. Bruylant, 1995.
35. Williams, John / Dunning, Eric / Murphy, Patrick, Hooligans Abroad. The
Behaviour and Control of English Fans in Continental Europe, London / New York:
Routledge, 19841, 19892 (new introduction).
36. Zimmermann, Manfred, La violence dans les stades de football, in : Revue de Droit
penale et de Criminologie, 1987, 441-463.
Βλ. επίσης τα ειδικά αφιερώματα στον χουλιγκανισμό της βρεττανικής Sociological
Review, 39 : 1991, σελ. 423-645, με συμβολές των Ronald Frankenberg, Gary
Armstrong / Rosemary Harris, Eric Dunning / Patrick Murphy / Ivan Waddington, Steve
Redhead, H.F. Moorhouse, Richard Giulianotti, Roman Horak, Dick Hobbs / David
Robins, David Jary / John Horne / Tom Bucke, Tony Walter και Vic Duke, και της
βελγικής Revue interdisciplinaire d’ etudes juridiques, 1988 (numιro special), σελ. 1-154, με μελέτες των F. Ost, L. Walgrave / Kris Van Limbergen, L. Van Campenhoudt,
B. Rime / M. Dunard, A. Spaak, F. Tulkens, I. Magotte.

ΣΥΝΤΑΚΤΕΣ