ΜΕΤΑΞΥ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
*
Ι. Μία ελληνική έρευνα για τη βία στα γήπεδα :
Σκοπός αυτής της εισήγησης είναι να-παρουσιάσει-τα-βασικά-αποτελέσματα-μιας-έρευνας που διενεργήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών σχετικά με τη Βία στου Ελληνικούς Αθλητικούς Χώρους και, σ’ ένα δεύτερο στάδιο, να συσχετίσει αυτά ταευρήματα με άλλες, μεταγενέστερες έρευνες και με ορισμένες θεωρίες που διατυπώθηκαν κατά καιρούς για το πρόβλημα του χουλιγκανισμού. Όμως, από
την αρχή της δεκαετίας του ’80 παρατηρήθηκε μια αύξηση των επεισοδίων στα
γήπεδα και το φαινόμενο αυτό κρίθηκε από τους αρμόδιους παράγοντες ότι
Κολλεγίου Αθηνών (Σ.Α.Κ.Α.), με θέμα: 1ικαιοσύνη & Αθλητισμός, Αθήνα: Π. Ν.
Σάκκουλας, 1998, 153-188.
λοιπόν, υπό την επίβλεψη του γράφοντος, μια ερευνητική ομάδα από εννέα ειδικευμένους επιστήμονες (εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους, στατιστικολόγους κ.λπ.) και δεκατρείς-προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς-φοιτητές* , με σκοπό να ερευνήσει τις διάφορες πλευρές του προβλήματος.
Ειδικότερα, προγραμματίσθηκαν και εκτελέσθηκαν επτά συγκεκριμένα ερευνητικά προγράμματα (υποέρευνες) :
Με τη βασική υποέρευνα αποβλέψαμε να μελετήσουμε τη συμπεριφορά και
τις αντιλήψεις των ακραίων οπαδών (hooligans).
επιστημονική της ευθύνη, και εκτός από τον τότε Γ.Γ.Α. ημήτρη Κ. Σαρρή, που είχε
τον γενικότερο συντονισμό της, οι εξής: τέσσερις κοινωνιολόγοι-εγκληματολόγοι ( ρ.
Αντίνοος Κουλούρης, ο οποίος είχε παράλληλα την οργανωτική ευθύνη από πλευράς
Γ.Γ.Α., Γεωργία Θάνου, Χρήστος Τσουραμάνης, Μαρία Ταβουλάρη), ένας κλινικός-
αθλητικός ψυχολόγος (Αναστ. Σταλίκας), δύο στατιστικολόγοι (Γιώργος Θανόπουλος, Πάνος Καραγιώργης) και δεκατρείς συνεργάτες-ερευνητές, κυρίως προπτυχιακοί ή
μεταπτυχιακοί φοιτητές από τα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης (Νίκος
Κουλούρης, Τάσος Μοσχόπουλος, Φίλιππος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Μιχαήλ,
Γιάννα Παναγοπούλου, Μαρία Χατζηνικολάου, Κανέλλος Σπηλιόπουλος, ημήτρης
Κατζουράκης, Θωμάς Λυπημένος, Σταύρος Γκατσόπουλος, Κατερίνα Τσελίκη, Γιώργος
Μηλιώνης, Κατερίνα Κουλούρη). Καθήκοντα γραμματείας είχε η Αλεξία Ζώη. Επίσης η
Ομάδα σε όλη τη διάρκεια της έρευνας είχε στενή συνεργασία και ανταλλαγή γνωμών
με φορείς αντίστοιχων ερευνών στο εξωτερικό, όπως ο Erwin Hahn του ομοσπονδιακού
γερμανικού Bundesinstitut für Sportwissenschaft / Kφln και ο καθηγητής Ευγένιος
Τριβιζάς (Eugene Trivizas) του βρετανικού Πανεπιστημίου του Reading.
αρμόδιους για παραβάσεις στα γήπεδα:
που περιήλθαν σε γνώση των ενλόγω Αρχών. Επιπροσθέτως, μια σειρά ερωτήσεων τέθηκαν σε πρόσωπα που ασχολούνται επαγγελματικά με τον
αθλητισμό: dιαιτητές, ποδοσφαιριστές, αστυνομικοί επιφορτισμένοι με την τήρηση της τάξης στους αθλητικούς χώρους και δημοσιογράφοι με ειδίκευση στα αθλητικά θέματα κλήθηκαν να παρουσιάσουν τις στάσεις τους και τις απόψεις τους σχετικά με το ζήτημα της γηπεδικής βίας.
Όταν η έρευνά μας είχε ολοκληρωθεί, πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα
άλλες δύο ενδιαφέρουσες έρευνες πάνω στο ίδιο θέμα. Η μία έρευνα διεξήχθη
κατά την περίοδο 1991-1993 από μία ομάδα κοινωνιολόγων και ανθρωπολόγων
του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο κύριος σκοπός της ήταν να μελετήσει
τον χουλιγκανισμό ως υποκουλτούρα και τρόπο ζωής, σε συσχετισμό επίσης με
τη μουσική heavy metal και rockabilly, σε ορισμένες υποβαθμισμένες εργατικές
περιοχές της Αθήνας. Η άλλη έρευνα έλαβε χώρα κατά την περίοδο 1993-1995
από μία ομάδα ερευνητών του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Αθηνών,
Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας. Το δείγμα αυτής της έρευνας συνίστατο σε 100
ενεργά μέλη σκληροπυρηνικών οργανωμένων συνδέσμων από την Αθήνα και τη
Θεσσαλονίκη, των οποίων οι στάσεις και η συμπεριφορά συγκρίθηκαν στη
συνέχεια με εκείνες ισάριθμων μη οργανωμένων οπαδών. Ορισμένα από τα
ευρήματα αυτών των ερευνών θα καταγραφούν επίσης στις αναπτύξεις που
ακολουθούν.
ΙΙ. Κύρια ευρήματα της έρευνας
Dεν είναι εύκολο -αλλ’ ούτε καν απαραίτητο- να παρουσιασθούν εδώ λεπτομερώς τα αποτελέσματα της έρευνας που διενεργήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών για τον χουλιγκανισμό. Άλλωστε, όλο το σχετικό υλικό περιλαμβάνεται ήδη σε μία διεξοδική έκθεση, που παρουσιάσθηκε στα αγγλικά προς την 13η Άτυπη 1ιάσκεψη των Υπουργών Αθλητισμού από τις χώρες-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης στην Αθήνα, τον Μάιο του 1988. Επίσης, η Έκθεση έχει δημοσιευθεί και στα ελληνικά μαζί με τους πίνακες των στατιστικών στοιχείων (Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αφιέρωμα στη μνήμη Ηλία Δασκαλάκη, Αθήνα 1991, 299 - 443). Συνεπώς, αυτό που θα είχε ενδιαφέρον και χρησιμότητα στον περιορισμένο χώρο αυτής της εισήγησης, θα ήταν να επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε ένα «προφίλ» των ατόμων που αποτελούν το
ενεργό «πελατολόγιο» ορισμένων σκληροπυρηνικών οργανωμένων συνδέσμων,
των επονομαζομένων «θυρών», στην Ελλάδα. Βεβαίως, αυτή η ερευνητική
προσπάθεια είχε και έχει μια περιορισμένη χρονική και τοπική εμβέλεια.
Αναφέρεται, όπως ήδη σημειώθηκε, σε μία χρονική περίοδο της προηγούμενης
δεκαετίας και σε μία χώρα όπου ο χουλιγκανισμός δεν ήταν ιδιαίτερα
αναπτυγμένος. Αυτό σημαίνει ότι σε άλλες χώρες ή / και για ανθρώπους που
αποτελούν τη σημερινή γενιά νέων, το πρόβλημα παρουσιάζει, αντίστοιχα,
διαφορετικές μορφές και επιπτώσεις. Περαιτέρω, ένα προφίλ που προκύπτει από
στατιστικά στοιχεία δεν μπορεί πάντοτε να μας δώσει μια σαφή εικόνα για τα
επιμέρους ατομικά χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητας
των ατόμων που εμπίπτουν στο προφίλ αυτό. Για παράδειγμα, δεν είναι εύκολο
να καταστήσουμε σαφή, μέσα στο πλαίσιο ενός τέτοιου προφίλ, τη διαφορά του
χαρακτήρα και της νοοτροπίας ενός ακραίου οπαδού, σε σύγκριση με έναν απλό
οπαδό ή ακόμη περισσότερο με έναν απλό υποστηρικτή. Είναι επίσης δύσκολο,
όταν μιλάμε για βίαιη συμπεριφορά, να λάβουμε υπόψη μας όλες τις συνιστώσες
που κάνουν τη διαφορά ανάμεσα σε μία σοβαρή πράξη βίας και σε μία άλλη, με
περισσότερο συμβολικό ή τελετουργικό χαρακτήρα. Τα ζητήματα αυτά είναι
βέβαιο ότι ερευνώνται καλύτερα όχι με στατιστική ανάλυση, αλλά με
τις επιφυλάξεις, που έχουν την αξία τους, το προφίλ ενός ατόμου με τυπική
μορφή συμπεριφοράς, όπως είναι ο τρόπος ζωής του ακραίου οπαδού, μπορεί
πάντοτε να είναι χρήσιμο ως μέσο κατανόησης των γενικών τάσεων και του
υπόβαθρου αυτής της συμπεριφοράς. Υπ’ αυτή την άποψη, το προφίλ του
Έλληνα ακραίου οπαδού, που ακολουθεί, μπορεί, ασφαλώς, να ενδιαφέρει την
επιστήμη ακόμη και τώρα.
(β) ημογραφικά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά των ερωτηθέντων
Τα άτομα που ρωτήσαμε στην υποέρευνα για τους ακραίους οπαδούς είναι στην πλειονότητά τους άρρενες, άγαμοι και έχουν μέση ηλικία 20 ετών. Συνήθως έχουν γεννηθεί (58%) και μεγαλώσει (63,3%) σε μεγαλουπόλεις (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη), όπου και κατοικούν ακόμη (υπενθυμίζεται ότι τα ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν από άτομα που διέμεναν ακριβώς σε αυτές τις
τρεις πόλεις). Όσον αφορά την απασχόληση και το εισόδημα των γονέων τους, οι
περισσότεροι από αυτούς είναι εργαζόμενοι σε ένα μεγαλύτερο ποσοστό από τον
αντίστοιχο γενικό αστικό πληθυσμό (ανεργία πατέρα: 4,1% έναντι 7,4%, ανεργία
μητέρας: 65,8% έναντι 81,65%). Όμως, συγκριτικά με τον ίδιο αυτό γενικό
πληθυσμό, οι γονείς απασχολούνται λιγότερο σε ελεύθερα, επιστημονικά ή
διευθυντικά επαγγέλματα και εργάζονται περισσότερο ως μισθωτοί υπάλληλοι
(οι πατέρες αλλά όχι οι μητέρες) ή ως τεχνίτριες / εργάτριες (οι μητέρες αλλά όχι
οι πατέρες). Θα μπορούσαμε, δηλ. να πούμε ότι η κοινωνική τους θέση βρίσκεται
ανάμεσα στην κατώτερη μέση τάξη και στην ανώτερη εργατική τάξη.
Επιπροσθέτως, ο μέσος όρος του εισοδήματός τους φαίνεται να είναι κατά ένα
τρίτο υψηλότερος από εκείνον του αντίστοιχου γενικού πληθυσμού και αυτό
μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι σε αυτές τις οικογένειες υπάρχει
μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης και των δύο γονέων σε σύγκριση με τον εν
γένει πληθυσμό. Κατά κάποιο τρόπο, οι γονείς των ακραίων οπαδών είναι,
λοιπόν, σε θέση να προσφέρουν στην οικογένειά τους ένα υψηλότερο βιοτικό
επίπεδο από τον μέσο όρο, αλλά τούτο με τίμημα τον χρόνο που (ειδικά οι
οποία έχει από μόνη της σημασία ως προς την συγκριτικά μικρότερη έκταση της
γονικής επίβλεψης και της επικοινωνίας στην οικογένεια, πρέπει να συσχετισθεί
και με τη γενικότερη κατάσταση της οικογενειακής ζωής των ακραίων οπαδών, η οποία είναι όντως προβληματική: Ένα αξιόλογο ποσοστό των ερωτηθέντων
απάντησε ότι ο ένας ή και οι δύο γονείς τους είχαν πεθάνει (10,0%) ή ότι είχαν
χωρισμένους γονείς (7,3%) και ότι αυτό είχε συμβεί κυρίως (59,4%) πριν από
την ηλικία των 12 ετών. Εξάλλου, κατά την περίοδο της έρευνας ένας μεγάλος
αριθμός των νεαρών αυτών αγοριών, περίπου το ένα τρίτο, δεν ζούσαν μαζί με
τους δύο γονείς τους (30,1%) και δήλωσαν ότι υπήρχαν προβλήματα στις σχέσεις
τους με αυτούς (30,4% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι οι σχέσεις τους με τους
γονείς τους ήταν «έτσι κι έτσι» ή «καθόλου καλές»). Επιπλέον, το 19,4% από
αυτούς παραδέχθηκε ότι ο ένας ή και οι δύο από τους γονείς τους είχαν κάποια
στιγμή απασχολήσει με την παραβατική τους συμπεριφορά την Αστυνομία και
τα δικαστήρια.
Αναφορικά, τώρα, με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των ερωτηθέντων
νεαρών οπαδών, το επίπεδο της εκπαίδευσής τους δεν διαφέρει πολύ από το
αντίστοιχο των νέων της ηλικίας τους στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας,
με τη μόνη διαφορά ότι υπήρχαν ανάμεσά τους λιγότεροι φοιτητές ή σπουδαστές
Ανωτάτων / Ανωτέρων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (εξαιτίας του σχετικά χαμηλού μέσου όρου της ηλικίας τους) και περισσότεροι μαθητές ή απόφοιτοι
λυκείου. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί απ’ αυτούς (24,8%) έπρεπε κάποιες φορές να
επαναλάβουν μια σχολική χρονιά λόγω αδικαιολόγητων απουσιών και, όπως
παραδέχθηκαν, «μερικές φορές» ή «ποτέ» δεν τα πήγαιναν καλά με τους
συμμαθητές τους (24,4%) και «πάντοτε» ή «πολλές φορές» είχαν προβλήματα με
τους δασκάλους ή καθηγητές τους (51,4%). Εν όψει αυτής της κατάστασης δεν
φαίνεται να εκπλήσσει το γεγονός ότι η πλειονότητα των νεαρών αγοριών που
ρωτήθηκαν δεν παρακολουθούσαν το σχολείο αλλά εργάζονταν κάπου (71,4%),
κυρίως ως υπάλληλοι, έμποροι, βιοτέχνες (37,8%) ή ως τεχνίτες και εργάτες
(22,0%). Πάντως, όπως δήλωσαν, μόνο το 31,9% απ’ αυτούς είχαν σταθερή
εργασίες (ανάμεσά τους και ένα ποσοστό 14,4% φοιτητών). Για λόγους σύγκρισης επισημαίνεται ότι στον αντίστοιχο γενικό πληθυσμό νεαρών ατόμων, μόνον ένα ποσοστό 28% εργαζόταν ή, έστω, απασχολούνταν εποχιακά. Συνεπώς,οιερωτηθέντες εργάζονταν σε μεγαλύτερο ποσοστό από τον μέσο όρο, κερδίζοντας έτσι ένα μηνιαίο εισόδημα που μπορούσε να τους εξασφαλίσει
κάποια αίσθηση ανεξαρτησίας (αυτό το εισόδημα υπολογίσθηκε ότι είναι λίγο
κατώτερο από εκείνο του μέσου εργαζόμενου της ηλικίας τους). Από την άλλη
πλευρά, ο πρόωρος τρόπος με τον οποίο τα νεαρά αυτά αγόρια μπήκαν στην
αγορά εργασίας, χωρίς να έχουν ζήσει την ξένοιαστη μαθητική ή φοιτητική ζωή,
πρέπει να δημιούργησε ορισμένες ψυχολογικές πιέσεις, που από την πλευρά τους
ασφαλώς εξωθούν σε ανεύρεση κάποιων διεξόδων.
(γ) Η ταύτιση με τις ποδοσφαιρικές ομάδες και τους οργανωμένους συνδέσμους
Οι ψυχολογικές αυτές πιέσεις χρήσιμο είναι να συσχετισθούν και με το
ευρύτερο προβληματικό περιβάλλον των ανθρώπων αυτών στην οικογένεια και
το σχολείο. Η έλλειψη κατανόησης και το αίσθημα αποξένωσης, σε συνδυασμό
και με τη φυσιολογική τάση για δυνατές συγκινήσεις των ατόμων αυτής της
ηλικίας, τούς παρακινούν να αναζητήσουν ψυχολογική κάλυψη ανάμεσα στους
συνομηλίκους τους. Ειδικότερα στην περίπτωσή μας, τα νεαρά αυτά άτομα
αναζητούν ομάδες συνομηλίκων στις οποίες μπορούν να αφιερωθούν
ολοκληρωτικά και από όπου μπορούν να αντλήσουν ένα αυξημένο αίσθημα ότι
και οι ίδιοι αξίζουν κάτι. Οι ποδοσφαιρικοί αγώνες, με την ατμόσφαιρά τους της
έντονης αγωνίας, του ανταγωνισμού και της σύγκρουσης, καθώς και με όλες
εκείνες τις τελετουργίες και τα «τυπικά» των μαζικά συντονισμένων
αντιδράσεων (ανέμισμα σημαιών, επίδειξη κασκόλ της ομάδας, δυνατά
χειροκροτήματα και ρυθμικά συνθήματα ή τραγούδια) είναι, ίσως, ο καλύτερος
χώρος για να αποδράσουν τα παιδιά αυτά από τη ρουτίνα της καθημερινής ζωής
και να απολαύσουν την απόλυτη συγκίνηση. Ο εξευτελισμός των αντιπάλων και η
συνακόλουθη αναγνώριση της ανωτερότητας της δικής τους ομάδας μπορεί να
όταν κερδίζει η ομάδα τους.
Μπορεί, λοιπόν, σχετικά εύκολα να αντιληφθεί κανείς για ποιο λόγο αυτά τα
νεαρά άτομα επιλέγουν τις παρέες τους στα μέλη των οργανωμένων συνδέσμων
και γιατί ρυθμίζουν ολόκληρο τον τρόπο της ζωής τους στη βάση της ταύτισής
τους με μία ποδοσφαιρική ομάδα.
ακολουθούν στα εκτός έδρας παιχνίδια «συχνά» ή «πολύ συχνά» (58,0%) και ότι
πηγαίνουν να παρακολουθήσουν επί τόπου τους αγώνες της ομάδας τους, ακόμη
και όταν αυτοί μεταδίδονται από την τηλεόραση (89,3%).
(δ) Μορφές αποκλίνουσας συμπεριφοράς
Αρκετά αποκαλυπτικές είναι οι απαντήσεις των ερωτηθέντων στις ερωτήσεις
που αφορούν την έκταση της αφοσίωσης στην ομάδα τους : Όπως δήλωσαν, θα
ήταν αποφασισμένοι να εμπλακούν σε χειροδικία με οπαδούς της αντίπαλης
ομάδας (35,0%) ή ακόμη και με αστυνομικούς (16,8%), ή να προκαλέσουν
καταστροφή σε ξένη περιουσία (8,5%) (όμως, το ποσοστό των ατόμων που δεν
απάντησαν σ’ αυτή την ερώτηση, για ευνόητους λόγους, ήταν ιδιαίτερα υψηλό:
34,3%). Αλλά και στην πραγματικότητα, περίπου οι μισοί από αυτούς που ρωτήθηκαν (49,5%), παραδέχθηκαν ότι «έχουν παίξει ξύλο ή έχουν πετάξει
αντικείμενα στο γήπεδο» «συχνά» ή «πολύ συχνά». 1ήλωσαν ακόμη ότι, έστω
«μερικές φορές», έχει τύχει να παίξουν ξύλο ή και να κάνουν ζημιές πηγαίνοντας
στο γήπεδο ή φεύγοντας απ’ αυτό (62,7%). Επίσης, παραδέχθηκαν ότι σχεδόν
όλοι τους υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες («έχουν δει») σε πράξεις χουλιγκανισμού
ή βανδαλισμού (96,6%) και ότι εγνώριζαν άτομα τα οποία είχαν συμμετάσχει σε
τέτοιες πράξεις (94,0%) ή είχαν καταδικασθεί γι’ αυτές (85,0%). Εξάλλου, τα
άτομα που ρωτήσαμε παραδέχθηκαν ότι και οι ίδιοι, αλλά σε σημαντικά μικρότερο ποσοστό, είχαν καταδικασθεί για ένα (7,5%) ή για δύο και περισσότερα (6,9%) αδικήματα γηπεδικής βίας, ή για άλλα άσχετα με τον αθλητισμό αδικήματα (14,1%).
Από τη μελέτη αυτών των στοιχείων, αν βεβαίως θεωρήσουμε ότι οι
ερωτηθέντες απάντησαν με ειλικρίνεια, προκύπτει ότι τα μέλη που ανήκουν
στους οργανωμένους συνδέσμους δεν συμπεριφέρονται όλα με τον ίδιο τυπικό
τρόπο. Πιθανότατα υπάρχει ανάμεσά τους ένας πυρήνας της τάξης του 7-15%
στον οποίον ανήκουν οι ηγετικά βίαιοι οπαδοί, ιδίως μάλιστα αυτοί που έχουν
ήδη καταδικασθεί από 1ικαστήρια για την προκλητική και επιθετική τους
συμπεριφορά. Με αυτούς συνδέεται ένα άλλο 40-50%, που είναι επιρρεπείς να
εμπλέκονται σε βίαια περιστατικά μικρότερης σημασίας (π.χ. ρίψη αντικειμένων)
ή και μεγαλύτερης (π.χ. συμπλοκές), συνήθως παρασυρόμενοι από την ανωνυμία
και τις συναισθηματικές εκρήξεις του πλήθους. Τέλος, φαίνεται να υπάρχει μία
εξ ίσου μεγάλη μερίδα νεαρών ανθρώπων, οι οποίοι, αν και ανήκουν σε αυτούς
τους σκληροπυρηνικούς συνδέσμους, αρκούνται να βιώνουν την αναγεννητική
ατμόσφαιρα του ποδοσφαιρικού σταδίου και δεν παρουσιάζουν τάσεις να πράξουν
ο,τιδήποτε περισσότερο από ένα τελετουργικό «σόου» βίας, συνιστάμενο απλώς
σε προσβλητικές ιαχές και προκλήσεις εναντίον των αντίπαλων οπαδών.
1ύο άλλα δεδομένα που αποκαλύφθηκαν από αυτή την έρευνα ήταν επίσης
ενδιαφέροντα : Το πρώτο είναι ότι ένα μεγάλο ποσοστό των ερωτηθέντων είχαν
δοκιμάσει οι ίδιοι (44,8%) ή είχαν φίλους και γνωστούς (έστω και λιγοστούς)
χάπια κ.λπ. Αυτό το ποσοστό εκτιμάται ως εξαιρετικά υψηλό, ιδιαίτερα αν το
συγκρίνουμε με τον αριθμό των μαθητών, οι οποίοι, σύμφωνα με εκτιμήσεις της
εποχής, έκαναν περιστασιακή χρήση τέτοιων ουσιών σε πανελλαδική κλίμακα
και που μόλις έφθαναν το 3-6%, αν και ειδικά στην Αθήνα υπολογίζεται ότι το
ποσοστό αυτό πρέπει να ήταν υψηλότερο.
Επιπροσθέτως, οι ερωτηθέντες πίστευαν ότι ανάμεσα στα μέλη της «θύρας» υπήρχαν νεοναζί (5,4%) και αναρχικοί (10,2%), ένα γεγονός που δεν πρέπει να εκπλήσσει και τόσο, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη του τις προσπάθειες που καταβάλλονται από τις ακραίες αυτές πολιτικές ομάδες να διεισδύσουν στους κύκλους των χούλιγκανς και να τους προσεταιρισθούν.
Μία ευρύτερη ανάλυση των χαρακτηριστικών της υποκουλτούρας των μελών
των οργανωμένων συνδέσμων, επιχειρήθηκε, όπως προαναφέραμε, από την
ομάδα του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό την καθοδήγηση των
ερευνητών Αντώνη Αστρινάκη και Λίλυς Στυλιανούδη. Βεβαίως δεν θα ήταν
σωστό να συμπτύξουμε σε λίγες σειρές το τεράστιο έργο που πραγματοποιήθηκε
από αυτή την ομάδα και που δημοσιεύθηκε σ’ ένα βιβλίο 600 και πλέον σελίδων.
Είναι, πάντως, ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ ότι, σύμφωνα με τα σχόλια των
δύο ερευνητών ύστερα από συμμετοχική παρατήρηση και συνεντεύξεις που
έλαβαν από αριθμό οπαδών σε υποβαθμισμένες εργατικές περιοχές (Περιστέρι
1υτ. Αττικής), υπάρχει μια ξεκάθαρη διάκριση στις «στάσεις» αφενός των
ακραίων οπαδών και αφετέρου των λιγότερο εμπλεκόμενων οπαδών ή και των
απλών υποστηρικτών, ως προς τη συμμετοχή τους σε βίαια περιστατικά.Ωστόσο, όλες αυτές οι ομάδες οπαδών αποδίδουν εξίσου έμφαση στην αποφασιστικότητα και τη μαχητική ικανότητα που πρέπει να υπάρχει απέναντι στους αντίπαλους οπαδούς, τους οποίους και αρέσκονται να προκαλούν (σελ. 539, 433).
τους (σελ. 383 επ.).