στη λέξη πολυάσχολος =επίθ α / θ / ουδ πολυάσχολος, πολυάσχολη, πολυάσχολο [poli'asxolos, poli'asxoli, poli'asxolo]
που είναι πολύ απασχολημένος, πολύ δραστήριος très occupé/-éeaffairé/-ée
kdict()
http://el.thefreedictionary.com/%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%85%CE%AC%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%82
αλλιώς σε φωτογραφία=